Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας υπονομεύει τη συλλογική ευημερία


Μία από τις πιο υπο-εκτιμημένες, ωστόσο εξαιρετικά επικίνδυνες εξελίξεις των τελευταίων ετών, είναι η συνεχής επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας τόσο ως προς τις τιμές (πληθωρισμός) όσο και ως προς τις επιμέρους διαρθρωτικές παραμέτρους που την προσδιορίζουν (ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον).

Την εξέλιξη αυτή δε φαίνεται να τη συμμερίζεται η κυβέρνηση, η οποία στο Επιχειρησιακό Σχέδιο «Επιχειρηματικότητα και Ανταγωνιστικότητα 2007-2013» διατυπώνει την άποψη ότι οι εξελίξεις στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας τα τελευταία δύο χρόνια είναι θετικές.

Η πραγματικότητα δυστυχώς τη διαψεύδει. Χωρίς να υποτιμάμε τις έρευνες διεθνών οργανισμών που δείχνουν την Ελλάδα να κατρακυλάει στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας, από την 37η θέση το 2004 στην 42η το 2008 σύμφωνα με το IMD και από την 35η θέση στην 65η σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ WEF, ο πραγματικός καθρέφτης του προβλήματος είναι η ραγδαία επιδείνωση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών. Το 2007 το ελληνικό εξωτερικό έλλειμμα έφτασε το μεταπολεμικά ιστορικό υψηλό του 14,1% του ΑΕΠ από 11,1% το 2006, μέγεθος «τελείως ασύνηθες για μία ανεπτυγμένη χώρα εν καιρώ ειρήνης» (βλ. Αναστασάτος: Η Επιδείνωση του Ελληνικού Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών: Αίτια, Επιπτώσεις και Σενάρια Προσαρμογής, 22-7-2008).

Δυστυχώς όμως, ούτε τα κόμματα της αντιπολίτευσης επιδιώκουν να εντάξουν τον προβληματισμό γύρω από τη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε περίοπτη θέση στο δημόσιο λόγο τους. Ορισμένα εξ’ αυτών λόγω ιδεολογικής διαφοροποίησης (ΚΚΕ), τα υπόλοιπα, επειδή η αναγωγή της ανταγωνιστικότητας σε σημαντική οικονομική και κοινωνική αξία δεν συνάδει με τη λογική της εξατομικευμένης ανθρωποκεντρικής προσέγγισης που έχουν υιοθετήσει στον πολιτικό τους λόγο. Έτσι λοιπόν καταλήγουμε σε μια κατάσταση όπου η κυβέρνηση ψεύδεται, η κομμουνιστική αριστερά απορρίπτει ολοσχερώς την αξία της ανταγωνιστικότητας και οι υπόλοιποι «τα μασάνε» μη θεωρώντας την σημαντικό θέμα για τους πολίτες ή έστω προτεραιότητα για την εθνική οικονομία.

Το θέμα όμως είναι ουσιώδες και εξαιρετικά κρίσιμο. Η ανταγωνιστική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας ενδέχεται μεσοπρόθεσμα να μειώσει το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης που σήμερα βρίσκεται στο 3%. Η συγκεκριμένη εξέλιξη μας αφορά όλους με πρώτους και κύριους τους νέους, αφού υπονομεύει την προοπτική για οικονομική και κοινωνική άνοδο στο μέλλον μέσω της απασχόλησής σε ποιοτικές θέσεις εργασίας που δημιουργεί η αναπτυξιακή διαδικασία.

Το πρόβλημα πηγάζει από δομικές αδυναμίες της εθνικής οικονομίας και εντοπίζεται στα εξής πεδία.

Πρώτον, στο γεγονός ότι ο ελληνικός πληθωρισμός, από τη στιγμή της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ, διατηρείται σταθερά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, συνήθως άνω της μίας ποσοστιαίας μονάδας. Ο υψηλότερος αυτός πληθωρισμός σε συνδυασμό με τη μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας από το 2005 και μετά καθώς και τη συνεχιζόμενη ανατίμηση του ευρώ έναντι των ξένων νομισμάτων, καθιστά την Ελλάδα μια εξαιρετικά ακριβή χώρα στο εξωτερικό, οδηγώντας σε μια πραγματική ανατίμηση της αξίας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών της τάξης του 18% με 24% σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Δεύτερο πρόβλημα αποτελεί η πάγια πρακτική των κυβερνήσεων να συμμορφώνονται επιφανειακά στο κοινοτικό οικονομικό κεκτημένο, αντί να προωθούν με μεθοδικότητα ουσιαστικές αλλαγές που θα οδηγούσαν σε βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος και αύξηση των ευκαιριών ποιοτικής απασχόλησης για όλους και όχι μόνο τους νέους. Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι να απορεί κανείς που σύμφωνα με όλες τις πρόσφατες έρευνες των διεθνών οργανισμών η επίδοση της χώρας μας φθίνει σε όλους τους επιμέρους διαρθρωτικούς δείκτες ανταγωνιστικότητας, από τα δημοσιονομικά και το θεσμικό περιβάλλον που διέπει την επιχειρηματικότητα μέχρι την εκπαίδευση και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί η οικονομία.

Τέλος και ίσως πιο σημαντικά, η Ελληνική οικονομία δεν έχει κερδίσει έως τώρα το στοίχημα της ποιότητας. Παρότι έχει σημειωθεί πρόοδος στο τεχνολογικό περιεχόμενο και την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, η Ελλάδα, με ορισμένες εξαιρέσεις, δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ισχυρά brand names. Παραμένουμε έτσι μια οικονομία που ανταγωνίζεται με βάση το ελάχιστο κόστος, και η οποία κατευθύνει σταθερά ένα σημαντικό τμήμα των ιδιωτικών επενδύσεων στην οικοδομική δραστηριότητα και την αγορά κατοικίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι εν λόγω δραστηριότητες ενώ κατηγοριοποιούνται στις επενδύσεις, δεν έχουν τις ίδιες πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο συνολικό εισόδημα με αυτές που έχουν οι παραγωγικές επενδύσεις που πραγματοποιούνται κατά κόρον στις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά.

Αποτελεί κατά την άποψή μας κοινή λογική ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα από την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και της ακρίβειας, τον περιορισμό της προ-κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής, τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού κράτους κι ενός περιβάλλοντος ευνοϊκού προς την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα υψηλών δυνατοτήτων, την αναβάθμιση και την αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου κεφαλαίου σε συνδυασμό με την επένδυση στην ποιότητα και την καινοτομία πρέπει να αποτελέσει κορυφαία προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής από εδώ και πέρα.

Αυτό βέβαια προϋποθέτει το τέλος της εύκολης ανάπτυξης που χαρακτήρισε τη μεταπολιτευτική περίοδο με την εκτεταμένη μαύρη οικονομία, τις χαμηλής προστιθέμενης αξίας μικρο-επιχειρήσεις και το αναποτελεσματικό κράτος των προσοδοθήρων και των free riders. Θεωρούμε ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα από μία επένδυση στην ποιότητα και σημαντικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις στην οικονομία αποτελεί διέξοδο για τη γενιά των 700 ευρώ. Επιπρόσθετα, έτσι μόνο θα αποκτήσει πρακτική αξία και η όλη συζήτηση που έχει ξεκινήσει το τελευταίο διάστημα με αφορμή το σκάνδαλο της SIEMENS περί αλλαγής μοντέλου ανάπτυξης και μεταμόρφωσης του εγχώριου πολιτικού σκηνικού. Διαφορετικά ό,τι και να λέμε θα αποτελεί κούφιο ριζοσπαστισμό η υιοθέτηση του οποίου θα συνεχίσει να υπονομεύει την προοπτική μιας μακροχρόνιας βιώσιμης ανάπτυξης.

g700

1 σχόλιο:

Theodore είπε...

Οταν επι Αντρεα, το ελλειμμα, ειχε παει στο 8%, εγινε υποτιμηση.
Ποσο ,μαλλον τωρα, που πηγε στο 14.