53 χρονια μετα τον Θανατο του Αλεξανδρου Παπαγου.
Αρχιστρατηγου του Ελληνικου Στρατου, Στραταρχου και μετεπειτα Πρωθυπουργου.
Στις 17/10/1949, Η επιτυχής έκβαση του εμφυλίου πολέμου για τις αστικές δυνάμεις οδήγησε τη Βουλή των Ελλήνων να ανακηρύξει με ΝΔ στις τον Α. Παπάγο σε Στρατάρχη, τίτλος που απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα στρατιωτικό. Το ίστορικό εκείνο ΝΔ είχε ως εξής:
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
17 Οκτωβρίου 1949
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Τιμής ένεκεν, λόγω των υψίστων υπηρεσιών ας προσήνεγκεν εις την
μαχομένην πατρίδα ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος υπό την ανωτάτην
ηγεσίαν του οποίου οι Ένοπλες Δυνάμεις ετίμησαν κατ΄ επανάληψιν τα
ελληνικά όπλα και κατήγαγον περιλάμπρους νίκας, επιτρέπεται όπως δια
Βασιλικού Διατάγματος απονημηθή εις αυτόν το άξίωμα του
ΣΤΡΑΤΑΡΧΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1883 και γονείς του ήταν ο τότε προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών, αντιστράτηγος Λεωνίδας Παπάγος και η Μαρία το γένος Αβέρωφ, ανηψιά του εθνικού ευεργέτη εξ Μετσόβου Ιωαννίνων Γεωργίου Αβέρωφ.
Ο Αλέξανδρος μετά τις γυμνασιακές του σπουδές εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1901 αλλά την εγκατέλειψε σε ένα χρόνο προκειμένου να ακολουθήσει στρατιωτική εκπαίδευση στο εξωτερικό. Φοίτησε για μία διετία 1902- 1904 στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και στην επόμενη διετία στη σχολή Εφαρμογής Ιππικού του Ιπρ.
Το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη στο στρατό ως Ανθυπίλαρχος (15 Ιουλίου 1906). Το 1910 ορίστηκε υπασπιστής του Υπουργού των Στρατιωτικών και παρέμεινε μέχρι τις παραμονές του Βαλκανικού πολέμου. Το 1911 παντρεύτηκε τη Μαρία Καλίνσκυ, εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη (μετέπειτα σύζυγο Γρυπάρη) και το Λεωνίδα (μέτέπειτα ανώτερο διπλωμάτη). Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπίλαρχος και Διαγγελέας του Αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου, έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων και πολέμησε στη Μακεδονία. Ιδιαίτερα στη μάχη του Μπιζανίου (Φεβρουάριος 1913) προκειμένου να μεταφέρει διαταγή του Κωνσταντίνου διέδραμε έφιππος εχθρικό έδαφος επί 8ωρο. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους επέτυχε σε διαγωνισμό και εισήλθε στο «Σχολείο Ανωτέρων Σπουδών», που είχε δημιουργηθεί από το Γάλλο συνταγματάρχη Μπουσκέ της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, από το οποίο αποφοίτησε με σειρά επιτυχίας πρώτος. Ακόλουθα υπηρέτησε στο Α' Σύνταγμα Ιππικού στη Θεσσαλονίκη ως Ίλαρχος και στο Γ' Σώμα Στρατού ως Επιτελής. Το 1916 με το βαθμό του Επίλαρχου υπηρέτησε ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού.
Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου το 1917, θεωρούμενος δεδηλωμένος οπαδός του Κωνσταντίνου, η νέα κυβέρνηση τον αποστράτευσε και τον εξόρισε διαδοχικά στα νησιά Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη. Η νίκη των κωνσταντινικών δυνάμεων και η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου το Νοέμβριο του 1920 είχε ως επακόλουθο την ανάκληση του Παπάγου στο στράτευμα και την αναδρομική απόδοση του βαθμού του Αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία στην αρχή σαν Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού και μετά Μεραρχίας Ιππικού όπου και παρέμεινε μέχρι τη κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Μετά την Επανάσταση του 1922 με αρχηγό τον τότε Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, τον Οκτώβριο του 1923 τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία.
Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί οικουμενικής κυβέρνησης με το βαθμό του Συνταγματάρχη και ανέλαβε Επιτελής στην Ανώτερη Σχολή Στρατηγικών Σπουδών και στη συνέχεια υπηρέτησε στις ακόλουθες θέσεις:
- 1927- 1931 Διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας. Το 1930 προάχθηκε σε Υποστράτηγο.
- 1931- 1933 ανέλαβε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
- 1933- 1935 τοποθετήθηκε Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και το 1935 ονομάστηκε αναδρομικά Αντιστράτηγος και διοίκησε τα Α' και Γ' Σώματα Στρατού
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε Αρχιστράτηγος των δυνάμεων του στρατού ξηράς καταφέρνοντας, παρά τις υλικές αδυναμίες και τον αρχικό αιφνιδιασμό, να οργανώσει την αποτελεσματική άμυνα της χώρας και την απώθηση των Ιταλικών στρατευμάτων στην αλβανική ενδοχώρα. Παρέμεινε στην ηγεσία του στρατεύματος έως τις 23 Απριλίου 1941 οπότε παραιτήθηκε προκειμένου να μη συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της συνθηκολόγησης μετά τη ναζιστική εισβολή
Στρατάρχης, πλέον, Παπάγος παρέμεινε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων συμβάλλοντας στην ίδρυση στις 11 Απριλίου 1950 του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠ.ΕΘ.Α), σε αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (Γ.Ε.ΕΘ.Α), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός
Οι αποτυχημένες προσπάθειες για σύμπτυξη των βενιζελογενών δυνάμεων προς τη δημιουργία ενός ισχυρού κεντρώου συνασπισμού είχαν οδηγήσει τον αμερικανικό παράγοντα να βλέπει θετικά τη λύση της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Παπάγο, που πλέον διέθετε ιδιαίτερο ισχυρό γόητρο στην ελληνική κοινωνία. Το εγχείρημα στηριζόταν και από τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα της εποχής αλλά αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίδραση των Ανακτόρων, που φοβούνταν απώλεια του ελέγχου του στρατεύματος.
Στις 28 Μαΐου 1951 ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο εκφράζοντας την πρόθεσή του να πολιτευτεί. Ο Βασιλιάς Παύλος, επικαλούμενος εξαπάτηση του Θρόνου με τη διαβεβαίωση του Στρατάρχη να μην πολιτευτεί, διέταξε τον αρχηγό Γ.Ε.Σ. στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο να συλλάβει τον Παπάγο αλλά η εντολή δεν εκτελέστηκε. Το βράδυ μεταξύ 30 Μαΐου και 31 Μαΐου εκδηλώθηκε το Κίνημα του ΙΔΕΑ από αξιωματικούς που πίστευαν οτι ο Παπάγος αναγκάστηκε να παραιτηθεί της Αρχιστρατηγίας ύστερα από πιέσεις της βασιλικής οικογένειας. Ο Παπάγος παρέμβει το πρωί της 31 Μαΐου και διέταξε του Κινηματίες να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους.
Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 το κόμμα που είχε ιδρύσει στα πρότυπα του Συναγερμού του γαλλικού λαού του Γάλλου Στρατάρχη Ντε Γκωλ, ο "Ελληνικός Συναγερμός" συγκέντρωσε το 36,53%. Οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν βραχύβια κυβέρνηση με πρόεδρο το Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία μετά την ασθένεια Πλαστήρα και την εκτέλεση Μπελογιάννη κλονίστηκε σοβαρά.
Στις 10 Οκτωβρίου 1952 προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 16 Νοεμβρίου με νέο πλειοψηφικό σύστημα. Σε αυτές επικράτησε σαρωτικά ο Παπάγος με ποσοστό 49,22% και 238 κοινοβουλευτικές έδρες. Στις 18 Νοεμβρίου η κυβέρνηση του Στρατάρχη ορκίστηκε ενώπιον του Βασιλιά Παύλου και στις 20 Δεκεμβρίου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Στην εξωτερική πολιτική η νέα κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική των Η.Π.Α. κατανοώντας την ηγετική τους σημασία μεταξύ των χωρών του «ελευθέρου κόσμου» και τους παραχώρησε το δικαίωμα της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος. Αυτή την περίοδο κορυφώνεται ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων από τη βρετανική αποικιοκρατία με αποτέλεσμα την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας στο θέμα, επιδιώκοντας την ένωση αντιμετωπίζοντας όμως και την αντίδραση της ισχυρής συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας. Η ελληνική διπλωματία έδρασε επίσημα με προσφυγή στον Ο.Η.Ε. στις 16 Αυγούστου 1954, ενώ είχε προηγηθεί στις 22 Δεκεμβρίου 1953 συνάντηση του Παπάγου με το Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν χωρίς να υπάρξει συμφωνία. Τελικά η υπόθεση της Κύπρου αποφασίστηκε να μη συζητηθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και ως απότοκα της έντασης ανάμεσα σε ελληνοκυπρίους και τουρκοκυπρίους συνέβησαν τα Σεπτεμβριανά έκτροπα εναντίον των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, στα οποία η κυβέρνηση αντέδρασε με χλιαρό τρόπο.
Στο οικονομικό πεδίο απόλυτος κυρίαρχος υπήρξε ο Υπουργός Συντονισμού Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος με τολμηρές κινήσεις κατάφερε τη μερική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Στις 9 Απριλίου 1953 η κυβέρνηση, με πρόταση του Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση κατά 50% του εθνικού νομίσματος απέναντι στο δολλάριο συνδέοντας με αυτό τον τρόπο την ισοτιμία της δραχμής με τα διεθνή νομίσματα σύμφωνα με την παγκόσμια συνδιάσκεψη του Bretton Woods της 22ης Ιουλίου 1944. Η απόφαση αυτή θεωρείται από τις πλέον επιτυχημένες οικονομικές κινήσεις και συνέβαλε δραστικά στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Ο Μαρκεζίνης θα έρθει σε ρήξη με το Στρατάρχη εξ αιτίας των εσωτερικών συσχετισμών, που ήθελε να διαμορφώσει ο πρώτος μέσα στην κυβέρνηση και θα παραιτηθεί στις 10 Απριλίου 1954 ιδρύοντας το Κόμμα των Προοδευτικών.
Ο Στρατάρχης Παπάγος πέθανε στις 4 Οκτωβρίου 1955 μετά από σύντομη ασθένεια, ενώ ήταν ακόμη Πρωθυπουργός. Διάδοχός του στην προεδρία της κυβέρνησης ορίστηκε από το Βασιλιά Παύλο ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής.
Για την αντιγραφη
ΙΑΣΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου