Η «παράσταση» που έδωσε ο Κώστας Καραμανλής με χειροκροτητές τους βουλευτές του κόμματός του (οι περισσότεροι από τους οποίους αγωνιούν να γίνουν υπουργοί στη θέση όσων απομακρυνθούν) είχε τα θεατρικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν όλες τις ομιλίες του: επιτηδευμένη κίνηση, γλώσσα του σώματος, μελετημένες παύσεις, στιγμές κρεσέντο, κατάχρηση των επιθέτων και επιρρημάτων που παραπέμπουν σε αμεσότητα και αποφασιστικότητα και από ουσία λίγα πράγματα.
Γι’ αυτό ενθουσίασε τους ακροατές του, συσπείρωσε προσωρινά την κομματική βάση και προκάλεσε αλγεινή εντύπωση σε ουδέτερους πολιτικούς παρατηρητές.
Η πρωθυπουργική ομιλία κινήθηκε σε τρεις άξονες: το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, την οικονομική κρίση και το φόνο του Αλέξη, που πυροδότησε τα βίαια επεισόδια στη χώρα.
Κατά τους απολογητές του, ο Κ. Καραμανλής έκανε γενναία αυτοκριτική και με την εμφάνισή του πρόσφερε μια τονωτική ένεση στο καταρρακωμένο ηθικό των κομματικών στελεχών. Πρόκειται όμως κυρίως για παιχνίδι εντυπώσεων και όχι πολιτικής ουσίας.
Ο πρωθυπουργός, υπό την πίεση των γεγονότων και των βουλευτών που δεν είχαν τι να πουν στους ψηφοφόρους τους, μίλησε για πρώτη φορά για όσα «σκανδαλώδη» έγιναν στην υπόθεση του Βατοπεδίου. Αυτό θεωρήθηκε μεγάλη… παραχώρηση, δεδομένου ότι μέχρι και την προηγούμενη μέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απέρριπτε τον όρο «σκάνδαλο». «Αφόρισε» επίσης έμμεσα τον Εφραίμ με αόριστη διατύπωση για κάποιους που «παρά την πνευματική τους αποστολή, λειτούργησαν εις βάρος του Δημοσίου, εκμεταλλεύθηκαν αδυναμίες του κράτους και ενέπλεξαν υπηρεσίες και φορείς». Κι αυτή η αποστροφή θεωρήθηκε ειλικρινής ομολογία για την ύπαρξη ευθυνών. Ωστόσο, απέφυγε να μας ενημερώσει αν έστω και τώρα ερεύνησε ποιοι ήταν αυτοί που άνοιξαν την πόρτα του Μαξίμου στον Εφραίμ και τον Αρσένιο και ποιοι μεσολάβησαν για να διευκολύνουν το «γέροντα» στις μπίζνες.
Η δόση της καραμανλικής αυτοκριτικής περιορίστηκε σε ασφαλή επίπεδα. Επιτέλους, ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος εκτίμηση στις διαστάσεις των πραγμάτων και πρόσθεσε επί λέξει:
«Οφείλω να πω –και το λέω ευθέως– ότι υποτίμησα κι εγώ το θέμα. Δεν είδα έγκαιρα τις διαστάσεις του. Δεν είχα πλήρη εικόνα, όταν κλήθηκα πρώτη φορά να τοποθετηθώ. Το λάθος αυτό δεν το χρεώνω σε κανέναν άλλο. Δικό μου ήταν. Αναγνωρίζω ότι οφείλαμε να είχαμε ισχυρότερα ανακλαστικά. Να ήμασταν περισσότερο υποψιασμένοι σε υστερόβουλες επιδιώξεις».