Νιώθω μια βαθιά απελπισία τις τελευταίες μέρες, καθώς βλέπω τη χώρα μου να κατρακυλάει σε έναν κατήφορο χωρίς τέλος. Μια καλή φίλη μού περιέγραψε, νομίζω με τον καλύτερο τρόπο, τι νιώθουμε ως χώρα. «Θυμάσαι, μου είπε, την ασύλληπτη ευφορία και αυτοπεποίθηση που νιώσαμε όλοι το βράδυ που κερδίσαμε το ΕURO ή το καλοκαίρι των Ολυμπιακών; Ε, λοιπόν, νιώθω ακριβώς το αντίστροφο τώρα».
Η δολοφονία του έφηβου στα Εξάρχεια και η καταστροφή που ακολούθησε έχουν χτυπήσει μια φλέβα οργής και έχουν αφήσει ένα κύμα παρολογισμού να πνίξει το αυτονόητο και τη λογική. Τα 16χρονα παιδιά κατεβαίνουν στους δρόμους γιατί νιώθουν τα αδιέξοδα που θα τους κληροδοτήσει η γενιά των γονιών τους, αντιλαμβάνονται πόσο δύσκολο θα είναι να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο και γιατί, όταν παίρνουν το σήμα πως όλα επιτρέπονται, μπαίνουν κι αυτά στο μεγάλο πάρτι.
Η μεσαία τάξη αγανακτεί γιατί νιώθει τρομακτική ανασφάλεια, παντελή ανικανότητα του κράτους και καταλαβαίνει τι θα ακολουθήσει λόγω κρίσης. Οι αστυνομικοί κοιτάνε στο έδαφος γιατί τα έχουν χαμένα και δεν είναι σίγουροι ποια είναι η δουλειά τους και πώς θα την κάνουν σε αυτό το οργισμένο περιβάλλον.
Η κυβέρνηση τα έχει κι αυτή χαμένα και ζει σε μια εικονική πραγματικότητα, αναζητώντας θεωρίες συνωμοσίας ή... ξεκούραστες μονάδες ΜΑΤ.
Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα των περιστάσεων και δεν καταλαβαίνει πως, αν κληθεί να κυβερνήσει κάποια ώρα, δεν θα τη σώσουν τα κεράκια και οι βερμπαλισμοί γιατί ο κόσμος, και ειδικώς οι νέοι, δεν θα έχουν καμία υπομονή μαζί της.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό είναι δύσκολο να αρθρώσει κανείς μια λογική κουβέντα. Το πάθος των μεν, η οργή των δε πνίγει τη λογική και μας οδηγεί στην λάθος κουβέντα. Είμαστε μια χώρα με διαλυμένο κράτος, διαλυμένες υπηρεσίες ασφαλείας, μέτρια πανεπιστήμια που παράγουν οργή, αλλά όχι γνώση, διαλυμένο σύστημα υγείας και στα πρόθυρα της δημοσιονομικής χρεοκοπίας. Τώρα όμως συζητάμε για το αν έχουμε αστυνομικό κράτος και ξαναγυρνάμε στο 1974 για να ξανακουβεντιάσουμε τα ίδια και τα ίδια.
Αυτή η κυβέρνηση έχει τεράστια ευθύνη. Την εμπιστευθήκαμε γιατί πιστέψαμε ότι είχαμε πιάσει πάτο με τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τη σαπίλα είκοσι ετών ΠΑΣΟΚ. Οι άνθρωποι του μεσαίου χώρου πίστεψαν ότι η κυβέρνηση αυτή θα προχωρούσε την Ελλάδα και το κράτος της από εκεί που το έφτασε, κουτσά στραβά ο κ. Σημίτης είτε λόγω Ολυμπιακών είτε λόγω συγκυριών. Δυστυχώς όμως –όπως ξαναείπαμε– ήταν μια κυβέρνηση που έσπαγε αυγά και μετά δεν ήξερε ή δεν ήθελε να κάνει ομελέτα. Ηταν μια κυβέρνηση που αντί να επανιδρύσει το κράτος, όπως υποσχέθηκε, μας πήγε πάλι πίσω. Κλασικό παράδειγμα, το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Ο κ. Βουλγαράκης ήταν «ελαφρύς, αλλά καλό παιδί», ο κ. Πολύδωρας «καλός, απλά μιλάει πολύ» και εν τω μεταξύ ένας εφοριακός διόριζε στελέχη την πρώτη περίοδο και ένας απόφοιτος γυμνασίου, επικεφαλής πολιτικού γραφείου, είχε λόγο για το ποιος θα γίνει αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Ετσι φτάσαμε, από ανικανότητα και έλλειψη ηγεσίας, να μη συζητάμε τι πρέπει να αλλάξει για να πάμε μπροστά, αλλά να ξαναμπλέκουμε στην ίδια βλακώδη συζήτηση που μας έχει κρατήσει τόσο μα τόσο πίσω.
Ισως μέσα από αυτή την απελπισία και αφού περάσουμε και μία δύο ακόμη αδιέξοδες κυβερνήσεις να βρούμε τον μοντέρνο Ελευθέριο Βενιζέλο ή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που επειγόντως χρειαζόμαστε. Εναν ηγέτη, δηλαδή, που θα δαμάσει τον λαϊκισμό, θα επανιδρύσει κανονικά το πτωχευμένο ελληνικό κράτος και θα εμπνεύσει. Δεν τον βλέπω στον ορίζοντα, αλλά επειδή η ιστορία απεχθάνεται το κενό ίσως να χρειάζονταν το σοκ και η κρίση αυτών των ημερών για να αρχίσουμε τουλάχιστον να συνειδητοποιούμε πως το μεταπολιτευτικό κράτος και το πολιτικό προσωπικό έχουν χρεοκοπήσει, από κάθε άποψηΤου Αλεξη Παπαχελα