Αποφεύγοντας Χαριστικές Παραχωρήσεις
Του Eyre Crowe
Η ιστορία καταδεικνύει ότι ο κίνδυνος που απειλεί την ανεξαρτησία του ενός
ή του άλλου κράτους έχει, σε γενικές γραμμές προκύψει, τουλάχιστον μερικώς, μέσα από την εφήμερη επικράτηση ενός στρατιωτικά ισχυρού και οικονομικά αποτελεσματικού γειτονικού Κράτους. Το κράτος αυτό φιλοδοξεί να επεκτείνει τα σύνορά του ή τη διεύρυνση της επιρροής του, με τον κίνδυνο να είναι ευθέως ανάλογος της...ισχύος και της αποτελεσματικότητάς του, καθώς και του βαθμού του αυθορμητισμού, της αποφασιστικότητας και του “αναπόφευκτου” που αποπνέουν οι φιλοδοξίες του. Το μοναδικό μέσο ελέγχου της κατάχρησης της πολιτικής υπερίσχυσης, όπως αυτή προκύπτει από μία τέτοια περίπτωση, συνίσταται στην εναντίωση ενός εξ ίσου φοβερού ανταγωνιστή ή ενός συνδυασμού διαφόρων χωρών που συνθέτουν αμυντικούς συνασπισμούς. Η εξισορρόπηση που προκύπτει από μία τέτοια στρατιωτική συσπείρωση ορίζεται ως ισορροπία δυνάμεων, και έχει καταστεί μια αυταπόδεικτη ιστορική πραγματικότητα που ταυτίζεται με την κρατική πολιτική της Αγγλίας. Η πολιτική αυτή συνίσταται στη διατήρηση της συγκεκριμένης ισορροπίας δια της μετακίνησης του ειδικού της βάρους είτε στο ένα είτε στο άλλο σκέλος, πάντοτε όμως επ’ ωφελεία της πλευράς που αντιτίθεται στην πολιτική δικτατορία του ενός ισχυρότερου Κράτους ή συνασπισμού κρατών, σε κάθε δεδομένη στιγμή.
H αντίδραση στην οποία αναπόφευκτα θα πρέπει να οδηγηθεί η Αγγλία, απέναντι σε οποιαδήποτε χώρα που προσβλέπει σε μια τέτοια δικτατορία, έχει σχεδόν πάντοτε τη μορφή νόμου της φύσης…
Εφαρμόζοντας το γενικό αυτό νόμο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η όλη προσπάθεια αποσκοπεί στο να εξακριβώσει κατά πόσον, σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, κάποιο ισχυρό και φιλόδοξο Κράτος βρίσκεται ή όχι, σε μία φυσική και αναγκαστικά εχθρική στάση απέναντι στην Αγγλία. Και είναι η παρούσα στάση της Γερμανίας που θα πρέπει να διερευνηθεί ως προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο μία τέτοια διερεύνηση θα πρέπει να λάβει τη μορφή της αναζήτησης του κατά πόσον, στην πραγματικότητα η Γερμανία στοχεύει στην πολιτική ηγεμονία με σκοπό την προώθηση καθαρά Γερμανικών επεκτατικών σχεδίων και εγκαθίδρυσης μίας Γερμανικής πρωτοκαθεδρίας στη διεθνή πολιτική σκηνή, επί ζημία των υπολοίπων εθνών….
Αν λοιπόν θεωρηθεί αναγκαία η διαμόρφωση και αποδοχή μίας θεώρησης η
οποία θα είναι σε θέση να προσαρμοστεί σε όλα τα εξακριβωμένα δεδομένα της
Γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, η επιλογή θα πρέπει να γίνει στα πλαίσια των δύο
υποθέσεων που ακολουθούν:
Είτε η Γερμανία στοχεύει ευκρινώς να αποτελέσει μια πολιτική ηγεμονία και
μια συνεχώς ανερχόμενη ναυτική δύναμη, απειλώντας έτσι την ανεξαρτησία των γειτονικών της κρατών, ακόμα και την ύπαρξη της ίδιας της Αγγλίας•
Ή η Γερμανία, μακριά από τέτοιες φιλοδοξίες, σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει στην παρούσα περίοδο απλά και μόνο τη νόμιμη θέση και επιρροή της που προκύπτει από τη θέση της ως ηγετική δύναμη στο συμβούλιο των εθνών, προκειμένου να προωθήσει το διεθνές της εμπόριο και τα πλεονεκτήματα της Γερμανικής κουλτούρας, να διευρύνει το πεδίο των εθνικών της ενεργειών, να δημιουργήσει νέα Γερμανικά συμφέροντα σε όλο τον κόσμο, όπου και οποτεδήποτε οι συνθήκες το επιτρέψουν, και να μεταθέσει σε ένα αβέβαιο μέλλον τις αποφάσεις για το κατά πόσον η συγκυρία σημαντικών αλλαγών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι θα της προσδώσουν ένα σημαντικότατο μερίδιο άμεσης πολιτικής δράσης σε περιοχές εκτός των ήδη υπαρχουσών ζωνών επιρροής της, χωρίς την παραβίαση των υφισταμένων δικαιωμάτων άλλων χωρών οι οποίες θα δραστηριοποιούνταν ανάλογα, υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες.
Σε κάθε περίπτωση και πέραν κάθε αμφισβητήσεως, η Γερμανία θα έπραττε σοφά συγκροτώντας την κατά το δυνατό ισχυρότερη ναυτική δύναμη.
Οι ανωτέρω εναλλακτικές περιπτώσεις φαίνεται να εξαντλούν τις πιθανότητες
που προκύπτουν από τα δεδομένα. Το εύρος της προσφερόμενης επιλογής είναι περιορισμένο, αλλά ούτε είναι ευχερής η επιλογή η οποία θα προσεγγίζει τη βεβαιότητα. Φαίνεται, πάντως, ότι δεν δημιουργεί ιδιαίτερη ανάγκη στη Βρετανική Κυβέρνηση να προκαθορίσει οριστικά ποία εκ των δύο θεωριών περί της Γερμανικής πολιτικής θα πρέπει να δεχτεί. Άλλωστε το δεύτερο εκ των σεναρίων (της ημιαυτόνομης εξέλιξης, όχι απολύτως μη υποβοηθούμενης από την κρατική πολιτική) θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να συγχωνευθεί με το πρώτο συνειδητά σχεδιασμένο σενάριο. Επιπλέον, αν ποτέ επαληθεύετο το σενάριο της εξέλιξης, η θέση στην οποία θα περιήρχετο η Γερμανία θα συνιστούσε, προφανώς, έναν τόσο φοβερό κίνδυνο για τον υπόλοιπο κόσμο που θα αντιστοιχούσε σε εσκεμμένη κατάληψη μιας παρόμοιας θέσης από «υστεροβουλία».
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι το στοιχείο του κινδύνου ενυπάρχει ως ορατός
παράγων στη μία περίπτωση, υπεισέρχεται όμως κάπως μεταμφιεσμένο ακόμη και στη δεύτερη. Απέναντι σε έναν τέτοιο κίνδυνο, πραγματικό ή έκτακτο, αυτή η κοινή γραμμή δράσης φαίνεται προδιαγεγραμμένη….
Υπάρχει ένας δρόμος ο οποίος, εάν προηγούμενες εμπειρίες οδηγούν στο μέλλον, δεν είναι σε θέση να οδηγήσει στη βελτίωση των σχέσεων με καμία δύναμη, ιδίως με τη Γερμανία, και έτσι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί: αυτός είναι ο δρόμος που άνοιξαν οι ευμενείς βρετανικές παραχωρήσεις – παραχωρήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν χωρίς καμία πεποίθηση ούτε για το ότι απενεμήθη δικαιοσύνη ούτε για το ότι αντισταθμίστηκαν με αντίστοιχες αντιπαροχές. Οι μάταιες ελπίδες, που δημιουργούνται μέσω τέτοιων μεθοδεύσεων, ότι στο ζήτημα αυτό η Γερμανία μπορεί να “προσεγγισθεί” και να καταστεί πιο φιλική θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Πιθανώς τέτοιες ελπίδες, ενδόμυχα ειλικρινείς, να προέρχονται από ανεύθυνους ανθρώπους, αμαθείς, ίσως εξ ανάγκης αμαθείς, της ιστορίας των Άγγλο-Γερμανικών σχέσεων κατά την τελευταία εικοσαετία, η οποία δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καλύτερα παρά ως μια ιστορία συστηματικής πολιτικής χαριστικών παραχωρήσεων, μιας πολιτικής η οποία έχει οδηγήσει σε ένα άκρως απογοητευτικό αποτέλεσμα που αποκαλύπτεται από τη σχεδόν αέναη κατάσταση έντασης που υπάρχει μεταξύ των δύο χωρών. Άνθρωποι σε υπεύθυνες θέσεις που υποχρεούνται, εξ επαγγέλματος, να ενημερώνονται και να αναλύουν τα γεγονότα στην πραγματική τους διάσταση δεν μπορούν συνειδητά να διατηρούν αυταπάτες επί ενός τόσο σημαντικού ζητήματος.
geopolitics
Για τη μετάφραση Μάριος Λ. Ευρυβιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου