Κάποτε, λίγο πριν τελειώσω το Λύκειο, η μορφή του Καραγκιόζη ενοχλούσε την αλαζονική ελληνικότητα μου, αυτή που ήθελε τους προγονούς μου να είναι ευθυτενείς, περήφανοι Κούροι, όμορφοι σαν τον Απόλλωνα και σοφοί σαν τον Πλάτωνα. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι η Ελλάδα του Παρθενώνα μπορεί να είναι και Ελλάδα της παράγκας, ότι ο Αριστοτέλης θα δεχόταν ποτέ στη φυλή του εκείνο τον καμπούρη ρακένδυτο κομπιναδόρο, τον Έλληνα που σκαρφίζεται όλων των ειδών τις πονηράδες προκειμένου να αρπάξει λίγα ψίχουλα από το τραπέζι του Βεζίρη και κάνει την επανάστασή του με θόρυβο ως προς τους ήχους, αθόρυβα ως προς τις τακτικές. Τότε, ως φρέσκια οδηγός που προσπαθούσε να κρύψει την απειρία της μέσα από τον ψευτοτσαμπουκά, ανερυθρίαστα χρησιμοποιούσα το όνομα εκείνου του αμόρφωτου ξυπόλητου κακομοίρη, για να βρίσω όποιον με ενοχλούσε στο δρόμο, διατηρώντας πάντα –όπως πίστευα- τις ύβρεις σε υψηλό επίπεδο: «Προχώρα σε Καραγκιόζη, αϊ σιχτιρ!».
Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, να γνωρίσω την ιστορία της φυλής μου, κυρίως μέσα από τον καθρέπτη, για να εκτιμήσω την αλήθεια που έκρυβε η φωνή του συμπαθούς κυρ- Ευγένιου «έρε, γλέντια!» και για να αναζητήσω τον Κούρο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Παρθενώνα πίσω από εκείνες τις σκιές πάνω στο λευκό σεντόνι. Έπρεπε να αποβάλλω κομμάτι της ελληνικής αλαζονείας μου, για να ανακαλύψω την ελληνική υπερηφάνεια, αυτή που...η συνέχεια εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου