Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Να πάς στο καλό..

Μια πραγματικά όμορφη ιστορία απο τον Νικόλα(ΑΑΤΟΝ) που πρέπει να την διαβάσετε όλοι...


Ήμουν στα 17 θυμάμαι. Στην Θεσσαλονίκη. Έπιασα δουλειά σε μια αποθήκη με χημικά, έξω στη Νέα Ιωνία, και το αφεντικό με έπαιρνε και με άφηνε, άλλοτε στην Καμάρα, κι άλλοτε στον Βαρδάρη, κι ύστερα με το λεωφορείο μέχρι Χαριλάου, όπου έμενα. Θυμάμαι επίσης, ότι το εισιτήριο είχε 20 δραχμές ..τώ καιρώ εκείνω.

Μιά μέρα με άφησε το αφεντικό μου και πάλι στην καμάρα. Είχε μια διαολόζεστη, κι εγώ έψαχνα σκιά, όπου να 'ναι. Η κοιλιά μου γουργούριζε από την πείνα, σε βασανιστικό σημείο.
Όλη μέρα πάνω από τα χημικά να τα εισπνέω, μου έκαναν το στομάχι λάστιχο, είναι να μην διαμαρτύρεται; Μια μυρωδιά τυρόπιτας μου έσπασε τα ρουθούνια, κάνοντας το στομάχι μου να έρθει ανάποδα από τη χαρά του. Κοιτάζω πίσω μου και τι να δω.. Ένας κοτζάμ "Θείος Βάνιας", και μια βιτρίνα με λαχταριστές τυρόπιτες δίπλα σε κάτι σπανακόπιτες, να μου φωνάζουν Νικολάααακηηη....έεεελα, φάε μας..!! Και η κάθε μία, έκανε ..είκοσι δραχμές.
Αμ δε. Όλο κι όλο στην τσέπη μου είχα ένα εικοσάρικο για το λεωφορείο. Αν έκανα την αποκοτιά να φάω τυρόπιτα, θα έπρεπε να πάω με τα πόδια σπίτι, και με την κούραση που είχα, και τη ζέστη που είχε, δεν..

Κάνω κάποια στιγμή να πιάσω στην τσέπη μου το εικοσάρικο. ΤΡΟΜΟΣ! Ψάχνω στην άλλη, ψάχνω στις άλλες..πουθενά ο κύριος εικοσάρικος.. Ρε έλα στα καλά σου, αφού εδώ το είχες, άρχισα να μιλάω στον εαυτό μου που θα έχανε το λεωφορείο στα σίγουρα.
Περιττό να σας πω ότι ΔΕΝ το βρήκα, κάπου θα μου έπεσε στη δουλειά, και τώρα, αντίο τυρόπιτες, αντίο σπανακόπιτες, αντίο λεωφορείο.. και, ..σπίτι, σου 'ρχομαι με τα πόδια.

Δεν είχα όμως πλέον κουράγιο, πεινούσα τόσο πολύ, διψούσα τόσο πολύ, που δεν θα έφτανα σπίτι, θα με έβρισκαν κάπου σε κανένα δρόμο λιπόθυμο στα σίγουρα.
Κοιτάζω τις ταμπέλες και τα ονόματα από τα γύρω μαγαζιά, και βλέπω έναν Γιάννη, που τελείωνε το επίθετό του σε -ίδης. Εδώ είμαστε, σκέφτηκα, πόντιος είναι, άρα δικός μας.
Πήρα θάρρος απ' αυτό, μη βλέποντας πλέον από την δίψα και την πείνα μου, μπήκα στο μαγαζί του. Με κοίταξαν εκεί μέσα όλοι τους, κι έτσι όπως με είδαν βρώμικο, με τα ρούχα της δουλειάς, σίγουρα δεν έμοιαζα με πωλητή η με αντιπρόσωπο κάποιας εταιρείας..

_Παρακαλώ, νεαρέ; είπε ένας ηλικιωμένος κύριος, κοιτάζοντάς με εξονυχιστικά πάνω από τα γυαλιά του.
Πλησίασα, και είπα όσο πιο χαμηλόφωνα και τίμια μπορούσα.
_Γεια σας. Με λένε Νίκο (-ίδη). Περιμένοντας έξω το λεωφορείο, συνειδητοποίησα πως έχασα το εικοσάρικο που είχα για να πάω στο σπίτι. Δεν με ενοχλεί όμως αυτό, πάω και με τα πόδια, αλά πεινάω και διψάω πάρα πολύ, και δεν έχω να αγοράσω κάτι.. μπορείτε να με δανείσετε μέχρι αύριο τέτοια ώρα, που θα σχολάσω;
Με κοίταξε καλά καλά, και μου είπε
_Πόσα θέλεις να σου δανείσω.
_Δεν θέλω χρήματα κύριε Γιάννη, μόνο να έρθετε μαζί μου θέλω, εδώ δίπλα ακριβώς, στο Θείο Βάνια, και να μου αγοράσετε εσείς μια τυρόπιτα και να πιώ ένα μικρό γάλα.. αν θέλετε. Χρήματα δεν θέλω.
_Πάμε, μου είπε κοφτά, και με ένα αμυδρό χαμόγελο.
Πήγαμε δίπλα όντως, και μου είπε ξανά..
_Διάλεξε ότι θέλεις, κι όσα θέλεις.
_Με την πείνα που έχω, μην κάνετε τέτοια λάθη, -του αντιγύρισα αστειευόμενος- γιατί με βλέπω να τρώω και τις λαμαρίνες.
_Χαλάλι σου, φάτες!
Τελικά, μου πήρε δύο γάλατα, και δύο τυρο-σπανακόπιτες.. χζ χζ χζ.. τέσσερις δηλαδή.
Άρχισα να τρώω σαν πρόσφυγας στο λιμάνι μετά από φουρτούνα. Καθόταν και με κοίταζε, διασκεδάζοντας με την πείνα που έδειχνα να έχω. Κάποια στιγμή με ρώτησε,
_Πώς θα πας στο σπίτι σου, πού μένεις;
_Χαριλάου, με τα πόδια, αλά τώρα δεν με νοιάζει, στυλώθηκα, τουλάχιστον έχω κάτι να φάω να με κρατήσει ως εκεί. (Εμ, δε θα 'ταν δεκαπέντε χιλιόμετρα;)
Έβγαλε τότε ξανά από το πορτοφόλι του κι ένα εικοσάρικο, και μου είπε.
_Το φαγητό, στο κάνω δώρο, μόνο το εικοσάρικο είναι δανεικό. Αν έχεις, κάποια μέρα μου το φέρνεις, αν πάλι δεν μπορέσεις, χαλάλι σου, αφού είσαι δικό μας παιδί πόντιος.
Το πήρα, τον χιλιοευχαρίστησα και ...έφτασα κάποτε σπίτι.
Διηγήθηκα στους γονείς μου τι μου έτυχε και τι έκανα. Η μάννα μου δεν καταχάρηκε, να λέμε την αλήθεια, δεν τις άρεσε να ζητάω από άλλους, ενώ ο πατέρας μου γελούσε με το πάθημά μου. Γνωρίζοντας πόσο στοίχιζαν όλα όσα μου αγόρασε ο άνθρωπος -καλή του ώρα- μου έδωσαν τα χρήματα, όλα, να του τα επιστρέψω την επομένη όταν σχολάσω.
Πήγα όντως, αμέσως μόλις με άφησε το αφεντικό μου στο ίδιο μέρος.
_Γεια σας κύριε Γιάννη, ήρθα, είπα χαμογελαστός μόλις τον είδα. Χαμογέλασε κι εκείνος, με γνώρισε άλλωστε αμέσως.
_Ο Νικόλας το ποντιοπούλι, βρε βρε βρε, καλώς τον, όλα καλά παιδί μου;..
_Κύριε Γιάννη, σας έφερα τα χρήματα που ξοδέψατε εχθές για μένα, μαζί και το εικοσάρικο, και σας ευχαριστώ πάρα πολύ για ότι κάνατε, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Άπλωσα το χέρι μου και του τα έδωσα με ευγνωμοσύνη. Μα δεν τα πήρε, παρά με κοίταζε χαμογελώντας.
_Κράτησέ τα παιδί μου, δεν τα χρειάζομαι. Μου φτάνει που κράτησες τον λόγο σου, και ότι δεν έπεσα έξω για σένα. Να πας στο καλό..

Πέρασαν τόσα χρόνια, μα ποτέ δεν τον ξέχασα τον κυρ Γιάννη. Καλή του ώρα, όπου κι αν βρίσκεται..

Δεν υπάρχουν σχόλια: