Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Αφιέρωμα: Το πρόβλημα του ΕΣΥ και οι πρόσφατες εξελίξεις

 Από το Tvxs

Οι κινητοποιήσεις και οι επισχέσεις εργασίας γιατρών και νοσηλευτών του ΕΣΥ όχι απλά συνεχίζονται, αλλά εντείνονται και γενικεύονται στο σύνολο της χώρας, με αποτέλεσμα στο επίκεντρο να βρίσκεται για μια ακόμη φορά το μακρόχρονο πρόβλημα του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Την ίδια, λοιπόν, στιγμή που σημαντικά χειρουργεία αναβάλλονται, τα ράντσα, τα «φακελάκια» και οι μίζες κυριαρχούν, τα νοσοκομεία στην επαρχία μαραζώνουν και οι όποιες εφημερίες πραγματοποιούνται πλέον σε μεγάλο βαθμό χωρίς γιατρούς, αξίζει να εξετάσουμε τις ρίζες της ανεπάρκειας του ΕΣΥ, καθώς και τα αιτήματα των γιατρών και νοσηλευτών του. Για το θέμα αυτό, των βαθύτερων προβλημάτων στο ΕΣΥ, μίλησε στο tvxs ο αναπλ. καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Προληπτικής Ιατρικής κος Γιάννης Τούντας.

Αξίζει μόνο να αναφερθεί ένα τραγικό πρόσφατο παράδειγμα το οποίο καταδεικνύει την ανεπάρκεια του παρόντος συστήματος, τονίζοντας τα προβλήματα της απουσίας γιατρών και της έλλειψης οργάνωσης στα νοσοκομεία της χώρας. Ο λόγος για ένα αγοράκι ενός μόλις έτους το οποίο κατέληξε την Τετάρτη, αφού μεταφέρθηκε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Τα γεγονότα έχουν ως εξής: το παιδί εμφάνισε συμπτώματα γαστρεντερίτιδας και μεταφέρθηκε διαδοχικά στα νοσοκομεία Κοζάνης και Πτολεμαΐδας, τα οποία όμως δεν διαθέτουν παιδιατρική κλινική. Αποτέλεσμα να πρέπει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο της Βέροιας, όπου, όπως καταγγείλουν οι γονείς του, δεν του χορηγήθηκε ούτε ορός. Στη συνέχεια και αφού είχε ήδη επιδεινωθεί ήδη σημαντικά η υγεία του, αποφασίστηκε η μεταφορά του παιδιού στο...
...Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης, όπου και κατέληξε.

Οι κινητοποιήσεις των γιατρών και τα αιτήματά τους

Μόνο επείγοντα περιστατικά αντιμετωπίζονται τη στιγμή αυτή στα δημόσια νοσοκομεία, καθώς οι γιατροί συνεχίζουν την επ’ αόριστον επίσχεση εργασίας. Αποτέλεσμα να αναβάλλονται προγραμματισμένα χειρουργεία και σημαντικές εξετάσεις σε νοσηλευτικά ιδρύματα όπως, λόγου χάρη, ο «Ευαγγελισμός», ενώ στην επαρχία η κατάσταση είναι ακόμα δυσμενέστερη, με κλινικές και εξωτερικά ιατρεία να παραμένουν κλειστά, όπως στην περίπτωση του νοσοκομείου Πύργου «Ανδρέας Παπανδρέου».


Η κατάσταση αυτή φαίνεται να κινητοποίησε την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, η οποία συναντήθηκε με τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, χωρίς όμως κάποια θετική εξέλιξη. Αντιθέτως, η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ) στο συμβούλιο της μετά τη συνάντηση με την Υπουργό αποφάσισε για γενίκευση των κινητοποιήσεων, καλώντας τα επιστημονικά συμβούλια των νοσοκομείων να μην κάνουν καθόλου περικοπές στις εφημερίες. Η Υπουργός «δεν μπόρεσε να δεσμευτεί για τίποτα, πέραν του ότι θα πληρωθούν τα δεδουλευμένα του Δεκεμβρίου» διαμαρτυρήθηκε ο πρόεδρος της κ. Βαρνάβας. Ο ίδιος επισημαίνει ότι εφόσον δεν ικανοποιήθηκαν τα αιτήματα τους δεν μένει άλλη λύση από τη γενίκευση των επισχέσεων εργασίας.

Η ομοσπονδία ανέφερε, επίσης, ότι θα παρέχεται κάλυψη σε όσους γιατρούς επιλέξουν να εφαρμόσουν το 48ωρο εβδομαδιαίας απασχόλησης που συνεπάγεται την πραγματοποίηση έως 4 εφημεριών το μήνα. Επιπλέον, προγραμματίζεται συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το Υπουργείο Υγείας για τη Δευτέρα 22 Μαρτίου, καθώς και 24ωρη απεργία τη Δευτέρα 29 Μαρτίου. Επιπλέον, μέχρι την Παρασκευή 19 Μαρτίου αναμένεται να έχουν αποσταλεί και επιστολές προς τους αρχηγούς των κομμάτων και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με αίτημα τη συνάντηση της ηγεσίας της ΟΕΝΓΕ μαζί τους για να συζητηθούν αναλυτικά τα προβλήματα του χώρου της υγείας. Υπενθυμίζεται ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει ήδη ενημερωθεί σχετικά από τον Πρόεδρο της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) κο Τσούκαλο. Δεν αποκλείεται, τέλος, το ενδεχόμενο προσφυγής σε νομικά μέσα, καθώς εξετάζεται η πιθανότητα κατάθεσης μήνυσης κατά του Υπουργείου Υγείας και της ηγεσίας του, καθώς τίθεται σε κίνδυνο «κάθε Έλληνας πολίτης που σπεύδει στις επισφαλείς εφημερίες των νοσοκομείων».

Όσον αφορά, λοιπόν, τα αιτήματα των νοσοκομειακών γιατρών της χώρας, το ιατρικό προσωπικό εκφράζει την αντίθεσή του για το ενδεχόμενο περικοπής των κονδυλίων των εφημεριών και διεκδικεί αύξηση του συγκεκριμένου κονδυλίου για το 2010. Ακόμα, απαιτούν την υλοποίηση της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που είχε υπογραφεί και στην οποία προβλέπονταν αυξημένες αποδοχές, επιδόματα, αυτοτελής φορολόγηση των εφημεριών και προσλήψεις.

Το πρόβλημα των εφημεριών και των δεδουλευμένων

Τη σημασία του προβλήματος των εφημεριών ως το πιο καίριο αίτημα σήμερα υπογράμμισε ο κ. Τσούκαλος, καθώς «τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας βλέπουν τα ελάχιστα όρια των εφημεριών να συρρικνώνονται κατά 20% και, μάλιστα, οι εφημερίες αυτές δεν πληρώνονται». Τόσο ο ίδιος, όσο και ο πρόεδρος της ΟΕΝΓΕ, κος Βαρνάβας, τονίζουν ότι «δεν δέχονται να μην υπάρχουν ασφαλή προγράμματα εφημεριών». Σημειώνεται ότι σε πολλά νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας το τρέχον πρόγραμμα εφημεριών έχει ήδη λήξει και είτε οι γιατροί πραγματοποιούν εφημερίες σε καθαρά εθελοντική βάση, είτε οι εφημερίες πραγματοποιούνται χωρίς το κατάλληλο ιατρικό προσωπικό.

Όσον αφορά το σχετικό κονδύλι για τις εφημερίες, σημειώνεται ότι στο προϋπολογισμό του 2010 έχουν εγγραφεί 395 εκατομμύρια ευρώ για τις εφημερίες, όταν πέρυσι δαπανήθηκαν για τον ίδιο λόγο 470 εκατομμύρια.

Και ενώ η κα Ξενογιαννακοπούλου αναφέρεται σε εξορθολογισμό των προγραμμάτων εφημεριών των νοσοκομείων «με βάση τις πραγματικές ανάγκες», σε πολλά νοσοκομεία της χώρας καταγράφονται προβλήματα στις εφημερίες λόγω της «εξάντλησης των σχετικών προγραμμάτων», ενώ οι γιατροί έχουν δηλώσει ότι θα πραγματοποιούν έως τέσσερις εφημερίες το μήνα.

Σημαντική είναι και η σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία «είναι αντισυνταγματική η διάταξη του νόμου 2606/98 που όρισε ότι το σύνολο των πρόσθετων αμοιβών των ιατρών μαζί με τις αποζημιώσεις τους από εφημερίες δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί μηνιαίως τις τακτικές αποδοχές τους, χωρίς να συνυπολογίζονται η οικογενειακή παροχή και τα επιδόματα εορτών - αδείας».

Σημειώνεται, όμως, ότι ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Νίκος Πολύζος απέστειλε πρόσφατα εγκύκλιο στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας ζητώντας το πρόγραμμα των εφημεριών να βγαίνει με τέτοιο τρόπο ώστε το μηνιαίο κόστος να μην υπερβαίνει το ένα δωδέκατο του εγκριθέντος.

Σε πρόσφατη δήλωσή της η ηγεσία του ΟΕΝΓΕ επαναλαμβάνει τη μη ικανοποίησή της από τις δεσμεύσεις της Υπουργού, καθώς κρίνεται αναγκαία «η προσαύξηση του κονδυλίου των 395 εκατομμυρίων ευρώ κατά 100 εκατομμύρια επιπλέον, ώστε να καλυφθεί το έλλειμμα των 70 εκατομμυρίων και, επιπλέον, να καλυφθούν ωριμάνσεις και αποζημιώσεις εφημεριών που θα προκύψουν εάν καλυφθούν τα κενά.» Υπογραμμίζεται επίσης η σημασία των εφημεριών, οι οποίες «δεν αποτελούν παροχή στους γιατρούς, αλλά αποτελούν βασική λειτουργία των Νοσοκομείων και τα κονδύλια χορηγούνται προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα οι πολίτες να έχουν υπηρεσίες υγείας την ώρα του επείγοντος».

«Η δήλωση της Υπουργού σημαίνει ότι το κονδύλιο εφημεριών, το οποίο ούτως ή άλλως δεν επαρκεί για τις ανάγκες των Νοσοκομείων, δεν θα οδηγηθεί σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση.

Στο ίδιο κλίμα κυμαίνονται και δηλώσεις άλλων συνδικάτων και ομοσπονδιών της χώρας, οι οποίες κατακρίνουν τις τρέχουσες πολιτικές πρακτικές και ανακοινώνουν συνέχιση των επισχέσεων εργασίας και άλλων κινητοποιήσεων. Ενδεικτικά, η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αχαϊας σε ανακοίνωσή της καταδικάζει την τρέχουσα πολιτική του Υπουργείου, η οποία «μειώνει δραματικά και δραστικά τις αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες για την Υγεία και κυρίως μειώνει απαράδεκτα τα απαιτούμενα κονδύλια για ασφαλή εφημεριακά προγράμματα».

Ένα ακόμα αίτημα των γιατρών είναι η καταβολή των δεδουλευμένων από το Δεκέμβριο. Στη συνάντησή της με την ηγεσία της ΟΕΝΓΕ η Υπουργός διαβεβαίωσε τους γιατρούς ότι βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με το Υπουργείο Οικονομικών ώστε «τα δεδουλευμένα για τα οποία υπήρχε μια εκκρεμότητα από το Δεκέμβριο για τις εφημερίες να υπογραφούν άμεσα από το Υπουργείο Οικονομικών, ώστε να προχωρήσουν οι πληρωμές». Η κα Ξενογιαννακοπούλου ανέφερε, μάλιστα, σήμερα ότι υπεγράφη προχθές, από τον υφυπουργό Οικονομικών, η απόφαση για την καταβολή 36 εκατ. ευρώ για εφημερίες του περασμένου Δεκεμβρίου, ενώ εκδόθηκε και ένταλμα πληρωμής των υπολοίπων ποσών των προηγούμενων μηνών.

Η Υπουργός ανέφερε επίσης ότι έχει προβεί σε συμφωνία με το Υπουργείο Οικονομικών ώστε να μην ισχύσει η μείωση του 10% από τις εφημερίες των γιατρών και τις υπερωρίες του υπόλοιπου προσωπικού του ΕΣΥ, που προβλέπεται για άλλες πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού. Η απόφαση αυτή αναμένεται να ανακοινωθεί σύντομα και με σχετική εγκύκλιο το Υπουργείο Οικονομικών.

Το θέμα των μισθών, οι προσλήψεις και η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας

Δύο περίπου μισθούς, δηλαδή 7-8.000 ευρώ ετησίως, αναμένεται να χάσουν οι γιατροί, ως αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας της κυβέρνησης, τα οποία προβλέπουν περικοπές διαφόρων επιδομάτων. Επιπλέον, η κατά 1,4 δισεκατομμύρια περικοπή των λειτουργικών δαπανών των νοσοκομείων και το πάγωμα των προσλήψεων συνεπάγεται ακόμα δυσκολότερες συνθήκες εργασίας.

Την ίδια στιγμή, ο κ. Βαρνάβας κάνει λόγο για αθέτηση της διμερούς συλλογικής σύμβασης που υπεγράφη πέρυσι. Συγκεκριμένα, αναφέρει, όπως προκύπτει από σχετική διάταξη του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, πρόκειται ουσιαστικά για κατάργηση της σύμβασης αυτής. Υπενθυμίζεται ότι η συλλογική αυτή σύμβαση αναφέρεται στα επιδόματα και τις αποδοχές του προσωπικού και υπόσχεται αυτοτελή φορολόγηση των εφημεριών και προσλήψεις.

Αναλυτικότερα, στη σύμβαση προβλέπεται πρόσληψη 2.000 γιατρών, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η δυνατότητα λειτουργίας νέων απαραίτητων τμημάτων στα νοσοκομεία ή η εύρυθμη και ολοκληρωμένη λειτουργία τμημάτων ήδη υπαρχόντων αλλά υποστελεχωμένων. Όσον αφορά τη φορολόγηση των εφημεριών, αυτή γίνεται αυτοτελώς με συντελεστή 20%, όπως προβλέπεται στη σύμβαση. Ήδη από το Φεβρουάριο, πάντως, ο κ. Βαρνάβας είχε προειδοποιήσει ότι τυχόν αλλαγή του φορολογικού συστήματος, η οποία θα συνεπάγεται σημαντική μείωση των αποδοχών των γιατρών, θα σημαίνει μονομερή κατάργηση των όρων της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, είχε δηλώσει, θα ακολουθήσουν νέες κινητοποιήσεις.

Οι κινητοποιήσεις των νοσηλευτών και τα αιτήματά τους

Οι νοσηλευτές του ΕΣΥ πραγματοποίησαν την Τρίτη 16 Μαρτίου πορεία από το Πολυτεχνείο καταλήγοντας στο Υπουργείο Υγείας, όπου και συναντήθηκαν με την Υπουργό. Η κα Ξενογιαννακοπούλου υποσχέθηκε να μην μειωθούν τα κονδύλια των εφημεριών για τους νοσηλευτές, να επισπευθεί η προκήρυξη των 2.000 διπλωματούχων νοσηλευτών αμέσως μετά το Πάσχα και να δημιουργηθεί «κλάδος νοσηλευτών του ΕΣΥ» και Νοσηλευτική Διεύθυνση στο υπουργείο.

Σύμφωνα με την προκήρυξη της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Νοσηλευτών (ΠΑΣΥΝΟ-ΕΣΥ) τα αιτήματα των νοσηλευτών, οι οποίοι κάνουν λόγο για απαξίωση του επαγγέλματός τους, συνοψίζονται ως εξής: άμεσες προσλήψεις μόνιμων νοσηλευτών, ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά, άρνηση στις μειώσεις μισθών και την κατάργηση επιδομάτων, απόρριψη της αύξησης και εξομοίωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.

Στα αιτήματα αυτά αναφέρθηκε και ο Πρόεδρος της Ένωσης Νοσηλευτών Ελλάδος (ΕΝΝΕ) κος Δημήτρης Σκουτέλης σε σύντομη συνομιλία του με το tvxs. Ο κ. Σκουτέλης διαμαρτυρήθηκε για τη μη ένταξη των νοσηλευτών του ΕΣΥ στα βαρέα και ανθυγιεινά, παρά τις συνήθως εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες εργασίας και την έκθεση των νοσηλευτών σε επικίνδυνους τοξικούς και λοιμογόνους παράγοντες. Ακόμα πιο παράδοξο, υπογράμμισε ο κ. Σκουτέλης, είναι το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα νοσηλευτές έχουν από καιρό ενταχθεί σε αυτή την κατηγορία. Συνεπώς, μας είπε, πρόκειται για κατάφωρη διάκριση μεταξύ εργαζομένων που διαθέτουν τα ίδια τυπικά προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες. «Ή μήπως τα μικρόβια που υπάρχουν στον ιδιωτικό τομέα είναι διαφορετικά, πιο επικίνδυνα;» ανέφερε χαρακτηριστικά.


Επιπλέον, επισημαίνει ο κ. Σκουτέλης, ενδεχόμενη εξίσωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης προξενεί σημαντικά προβλήματα στον γυναικοκρατούμενο αυτό τομέα. «Όταν μια νοσηλεύτρια φτάσει την ηλικία που προτείνουν πώς θα μπορεί να προσφέρει τις σημαντικές της υπηρεσίες; Μάλλον θα είναι η ίδια εν ανάγκη περίθαλψης» αναφέρει.


Ο κ. Σκουτέλης αναφέρθηκε επιπλέον στην ανάγκη νέων προσλήψεων νοσηλευτών, καθώς έντονο είναι το πρόβλημα έλλειψης νοσηλευτικού προσωπικού στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας. Αλλά ακόμα κι αν πραγματοποιηθούν οι προσλήψεις που κατά καιρούς μας υπόσχονται, δεν είναι πιθανό να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες για νοσηλευτικό προσωπικό, οι οποίες, στην πραγματικότητα, είναι πολύ μεγαλύτερες.

Τέλος, χαρακτήρισε «εξαιρετικά πετυχημένη» τη συγκέντρωση της Τρίτης και επανέλαβε την απογοήτευση του για τη συχνή απαξίωση του επαγγέλματος του νοσηλευτή και τις μη ικανοποιητικές υποσχέσεις του Υπουργείου Υγείας.

Υπενθυμίζεται ότι εκτιμάται ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 30.000 νοσηλευτές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εκ των οποίων οι 6.000 είναι άνεργοι. Από αυτούς που εργάζονται, το 80%-85% απασχολείται στις μονάδες υγείας του ΕΣΥ που ωστόσο παραμένουν υποστελεχωμένες σε όλα τα επίπεδα της νοσηλευτικής φροντίδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι διεθνείς προδιαγραφές ορίζουν ότι η αναλογία νοσηλευτών προς κλίνες παθολογικού τμήματος πρέπει να είναι 1:7, σε νοσοκομεία του ΕΣΥ, η αναλογία μπορεί να φτάσει κατά τη νυχτερινή βάρδια σε ένα νοσηλευτή προς 50 νοσηλευόμενους, όπως αναφέρει και σε πρόσφατο δημοσίευμά της η Καθημερινή.

Προβλήματα με προμηθευτές και φάρμακα

Την ήδη άσχημη κατάσταση έρχεται να επιδεινώσει η απόφαση του Πανελλήνιου Συλλόγου Προμηθευτών Εμφυτεύσιμου Ορθοπεδικού Υλικού (ΠΑΣΥΠΟΥ) για αναστολή προμήθειας με εμφυτεύσιμο υλικό τεσσάρων μεγάλων νοσοκομείων, λόγω οφειλών. Συγκεκριμένα, με επιστολή που απηύθυνε το προεδρείο του Συλλόγου ενημέρωσε τα νοσοκομεία «Αττικόν», «Ευαγγελισμός», «Θριάσιο» και Πανεπιστημιακό Ρίο ότι από τις 23 Μαρτίου σταματά την συνεργασία του μαζί τους, διαμαρτυρόμενο για τις μεγάλες καθυστερήσεις στην εξόφληση του χρέους των δημόσιων νοσοκομείων. Και ενώ οι προμηθευτές προειδοποιούν ότι αυτή είναι μόνο η αρχή, καθώς η διακοπή αυτή θα επεκταθεί και σε άλλα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα, ιδιαίτερα προβλήματα αναμένεται να αντιμετωπίσουν ορθοπεδικές κλινικές, χειρουργεία και τμήματα αποστείρωσης.

Επιπλέον, το σύστημα υγείας αντιμετωπίζει ένα επιπλέον πρόβλημα: αυτό της υπέρογκης δαπάνης για τα φάρμακα, η οποία έφτασε πέρυσι τα 9,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Στις προσπάθειες της κυβέρνησης και τα μέτρα που θα ληφθούν με στόχο τον εξορθολογισμό του συστήματος και τη μείωσης κατά 30% της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης αναφέρθηκε ο κ. Ηλίας Μόσιαλος, βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ.

Συγκεκριμένα, στα πλαίσια του 8ου Συνεδρίου της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, ο κ. Μόσιαλος έκανε λόγο για επαναφορά της λίστας συνταγογραφούμενων φαρμάκων, η οποία και θα συνοδεύεται από πέντε ασφαλιστικές δικλείδες. Επισημαίνεται ότι αν το μέτρο αυτό δεν αποδώσει τα αναμενόμενα, προβλέπεται η λήψη επιπλέον μέτρων για μείωση του κέρδους των φαρμακοποιών στο 10% έως 15%.

Διαφθορά και κατασπατάληση δημοσίου χρήματος

Τα δημόσια νοσοκομεία βρίσκονται στην κορυφή των φορέων του δημόσιου τομέα όπου εντοπίζονται περιστατικά διαφθοράς, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Public Issue για λογαριασμό της «Διεθνούς Διαφάνειας-Ελλάς.» Στις παρανομίες και υπερτιμολογήσεις υλικών και υπηρεσιών προστίθεται και το, γνωστό πια σε όλους μας, φαινόμενο με τα «φακελάκια» στους γιατρούς για αμεσότερη –καλύτερη;- εξυπηρέτηση των ασθενών.

Υπερτιμολόγηση υλικών και μέτρα για εξορθολογισμό των δαπανών υγείας

Σε πρόσφατη εγκύκλιο του ΙΚΑ γίνεται λόγος για φαινόμενα όπως η υπερτιμολόγηση υλικών, η χρήση πανάκριβων αλλά μη απαραίτητων ουσιών από τα νοσοκομεία, οι μίζες στους γιατρούς από τους προμηθευτές υλικών και το γνωστό σε όλους μας φακελάκι.
Στην εγκύκλιο αυτή ενδεικτικά αναφέρεται ότι στα μοσχεύματα που λαμβάνονται από τα κρατικά νοσοκομεία υπερτιμολογούνται σε τέτοιο βαθμό με αποτέλεσμα μόσχευμα της τάξεως των 800 ευρώ να αγοράζεται από τα νοσοκομεία στην τιμή των 3.500 ευρώ.

Επιπλέον, όπως δήλωσε στο ΣΚΑΙ ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρος Ρακιντζής, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες «οι ίδιοι οι γιατροί καταστρέφουν ορισμένα μοσχεύματα για να πάρουν την προμήθεια τους από τις εταιρίες.» Ο κ. Ρακιντζής χαρακτήρισε, επίσης, ύποπτο το γεγονός ότι στην Ελλάδα γίνονται περισσότερες εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπογράμμισε ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει μηχανισμός ο οποίος θα μπορεί να ελέγχει την ιατρική κρίση για το εάν πρέπει να γίνει ή όχι μια εγχείρηση.

Επιπλέον, συχνά γίνεται χρήση πανάκριβων αιμοστατικών ουσιών, ακόμα και σε περιπτώσεις που η χρήση τους δεν κρίνεται αναγκαία, δεδομένου ότι δεν χρησιμοποιούνται σε αντίστοιχες επεμβάσεις από τα ιδιωτικά νοσοκομεία. Αν λάβει κανείς υπόψιν ότι η τιμή των ουσιών αυτών μπορεί να φτάσει και τα 1.700 ευρώ ανά περιστατικό, γίνεται αντιληπτό για τι σπατάλη κονδυλίων μιλάμε. Δεν κάνει εντύπωση, συνεπώς, η οδηγία του ΙΚΑ, σύμφωνα με την οποία «το ΙΚΑ δεν εγκρίνει και δεν αποδίδει δαπάνες για χρήση αιμοστατικών».

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα κατασπατάλησης είναι η περίπτωση των στεντ, τα οποία χρησιμοποιούνται στις αγγειοπλαστικές επεμβάσεις. Και στην περίπτωση αυτή επεβλήθη ανώτατο όριο κόστους. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των στεντ που ελκύουν φαρμακευτικές ουσίες ορίστηκε ότι από 3.000 ευρώ που ήταν το σύνηθες κόστος τους, στο εξής θα διατίθενται μόνο 1.500 ευρώ. Πρόκειται, δηλαδή για μείωση του κόστους κατά 60%. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται η καταπολέμηση του φαινομένου σύμφωνα με το οποίο οι προμηθευτές των υλικών δίνουν «μαύρες» αμοιβές στους γιατρούς ως κίνητρο για την προτίμηση των δικών τους προϊόντων. Επιπλέον, καθώς ορίζονται ανώτατες τιμές δίνεται η δυνατότητα στα νοσοκομεία να κάνουν σκληρότερες διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις το προσδοκώμενο χρηματικό όφελος από τον εξορθολογισμό αυτό των δαπανών υγείας μπορεί να φτάσει τα 51 εκατομμύρια ευρώ.

Παράνομες δοσοληψίες και δωροδοκίες των γιατρών

Σε αντίστοιχα με τα παραπάνω συμπεράσματα είχε οδηγηθεί και η έρευνα των ελεγκτών του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας για το 2008. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για παράτυπες μεθοδεύσεις στις προμήθειες υλικών των μονάδων υγείας – με φωτογραφικούς διαγωνισμούς και απευθείας αναθέσεις – για μη επαρκή στελέχωση τμημάτων των νοσοκομείων και για κακές διαπροσωπικές σχέσεις γιατρών και εργαζομένων.
Όσον αφορά το περίφημο «φακελάκι», υπολογίζεται ότι σχεδόν ένας στους τρεις Έλληνες που έχει νοσηλευτεί σε δημόσιο νοσοκομείο έχει δώσει “φακελάκι”, ή “φιλοδώρημα”, τουλάχιστον μία φορά σε γιατρό, όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη του Εργαστηρίου Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα Νοσηλευτικής Πανεπιστημίου Αθηνών).

Από αυτούς, το 42% δήλωσε ότι έβαλε το χέρι στην τσέπη “για να με προσέξουν καλύτερα”, ενώ το 20% ανέφερε ότι “μου το ζήτησε ο γιατρός, για να με χειρουργήσει”. Μόνο το 18% από αυτούς που έδωσαν “φακελάκι” το έκαναν μετά τη νοσηλεία, για να “ευχαριστήσουν” τον γιατρό. Εξάλλου, στην επικαιρότητα εμφανίζονται κατά καιρούς περιπτώσεις γιατρών οι οποίοι και καταδικάζονται σε φυλάκιση επειδή δέχτηκαν, ή απαίτησαν, «γρηγορόσημο» για να εξυπηρετήσουν ασθενή. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται οι περιπτώσεις 55χρονου ψυχίατρου του νοσοκομείου “Παπανικολάου”, ο οποίος καταδικάστηκε το 2007 επειδή ζήτησε αμοιβή 80 ευρώ για να χορηγήσει ιατρική γνωμάτευση, αλλά και αυτή χειρουργού-γυναικολόγου στο «Άγιος Δημήτριος», ο οποίος το 2003 ζήτησε –και εισέπραξε- «φακελάκι» ύψους 400 ευρώ πριν από χειρουργική επέμβαση ασθενούς.

Το οικονομικό έλλειμμα του ΕΣΥ

Στα τεράστια χρέη των δημόσιων νοσοκομείων αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, την Πέμπτη 18 Μαρτίου ο υπεύθυνος τομέα Υγείας της ΝΔ, κ. Μάριος Σαλμάς. Ειδικότερα, ο κ. Σαλμας έκανε λόγο για νέα χρέη ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, τα οποία έχουν δημιουργηθεί στα νοσοκομεία από τον περασμένο Οκτώβριο.

«Οι καθυστερήσεις στο διορισμό νέων διοικήσεων στα νοσηλευτικά ιδρύματα, στη λήψη μέτρων για τη φαρμακευτική δαπάνη και το «πάγωμα» των έργων με κοινοτική χρηματοδότηση» αναφέρονται μεταξύ των αιτιών για το οικονομικό έλλειμμα του ΕΣΥ.

Η απελπιστική κατάσταση στην επαρχία

Παρόλο που κατά καιρούς γίνεται λόγος για τη βούληση νοσηλευτικού προσωπικού για εγκατάλειψη της πρωτεύουσας και μετάθεση στην επαρχία, η έλλειψη προσωπικού παραμένει από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα της επαρχίας. Αν στο πρόβλημα αυτό κανείς προσθέσει την έλλειψη κονδυλίων για αγορά ή ανανέωση του υπάρχοντος εξοπλισμού, την απουσία βασικών ιατρικών μονάδων αλλά και φαρμάκων, όπως και τις πρόσφατες εξελίξεις με τις εφημερίες και τις επισχέσεις εργασίας, γίνεται γρήγορα αντιληπτή η απελπιστική κατάσταση στην οποία έχουν υποπέσει τα δημόσια νοσοκομεία της επαρχίας. Συχνά, επίσης, γίνεται λόγος για παντελή αδιαφορία της πολιτείας για τα νοσοκομεία αυτά. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις περιπτώσεις των νοσοκομείων σε Θεσσαλονίκη, Ρόδο και Κρήτη.


Θεσσαλονίκη, Ρόδος και Κρήτη

Σε κατάρρευση του ΕΣΥ στη Θεσσαλονίκη αναφέρθηκε την Τετάρτη 17 Μαρτίου η Ένωση Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ), καθώς έχουν λήξει τα προγράμματα εφημερίας, οι μισές κλινικές νοσοκομείων εφημερεύουν με εθελοντές γιατρούς, ενώ από τις 22 του μήνα αναμένεται να είναι κλειστές όλες οι κλινικές της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το νοσοκομείο «Άγιος Παύλος» όπου πραγματοποιήθηκε γενική εφημερία χωρίς γιατρούς, καθώς τα προγράμματα εφημεριών σε κλινικές του νοσοκομείου έχουν λήξει. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με την ΕΝΙΘ, και στα άλλα νοσοκομεία της πόλης, ενώ σημειώνεται ότι σταδιακά εξαντλούνται τα προγράμματα εφημεριών και στα νοσοκομεία των γύρω νομών. Σε αντίστοιχες κινητοποιήσεις προχωρούν και οι εργαζομένοι του ΕΚΑΒ Θεσσαλονίκης, αιτούμενοι την πρόσληψη προσωπικού και τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού και των ασθενοφόρων. Η ΕΝΙΘ ζήτησε, μάλιστα, την παρέμβαση του εισαγγελέα για «την επικίνδυνη λειτουργία των νοσοκομείων της Θεσσαλονίκης».

Ορισμένα, λοιπόν, νοσοκομεία, όπως το «Γεννηματάς», έχουν υιοθετήσει την πρακτική έκδοσης προγραμμάτων ασφαλών εφημεριών των νοσοκομείων, τα οποία συνοδεύονται από εντολή εκτέλεσης τους από το ιατρικό προσωπικό, με σκοπό να μην υπάρξει κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Βάσει νόμου οι γιατροί είναι υποχρεωμένοι να εκτελέσουν τα προγράμματα αυτά, αν και οι ίδιοι κάνουν λόγο για «εξαναγκασμό στην απλήρωτη εργασία.» Την ίδια στιγμή, πολλά άλλα νοσοκομεία λειτουργούν πλέον με εθελοντικές εφημερίες, ενώ παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στους γιατρούς που επανδρώνουν τα ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ.

Στη Ρόδο η κατάσταση είναι εξίσου απελπιστική. Το Νοσοκομείο της Ρόδου υποφέρει από σημαντική έλλειψη προσωπικού, λειτουργεί χάρη στη φιλοτιμία των υπαρχόντων γιατρών και νοσηλευτών, ενώ από λειτουργούν μόνο τρεις από τις προβλεπόμενες επτά αίθουσες χειρουργείων. Σημαντική, επίσης, η έλλειψη υγειονομικού υλικού και βασικών φαρμάκων. Ο μόνος τρόπος να λυθεί το υπάρχον πρόβλημα είναι η υπογραφή από το Υπουργείο Οικονομικών για σύσταση νέου Οργανισμού.

Στην Κρήτη, όπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ της «Ελευθεροτυπίας», τα νοσηλευτικά ιδρύματα «Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου», «Βενιζέλειο» και «Γενικό Νοσοκομείο Χανίων» πάσχουν από «μεγάλη και χρόνια έλλειψη προσωπικού, ιδιαίτερα νοσηλευτικού, χρέη και σκάνδαλα.» Επισημαίνεται ότι οι ανάγκες τις οποίες καλούνται να καλύψουν τα ιδρύματα αυτά είναι τεράστιες, καθώς με την παρουσία 2,5 εκατομμυρίων τουριστών κάθε χρόνο η ζήτηση ιατρικών υπηρεσιών έχει αυξηθεί κατά 350%.

Αναλυτικότερα, το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο παραμένει εδώ και μερικές εβδομάδες χωρίς διοικητή και υποδιοικητή, ενώ μόλις πριν από λίγες μέρες καλύφθηκε η θέση του διευθυντή Ιατρικής Υπηρεσίας του νοσοκομείου. Για έλλειψη σε βασικά ιατρικά υλικά και τεράστιες ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό και γιατρούς ειδικότητας κάνει λόγο ο πρόεδρος της τριμελούς επιτροπής γιατρών του νοσοκομείου Γιώργος Κατρινάκης. Ακόμα, οι κενές οργανικές θέσεις του νοσοκομείου φτάνουν τις 746, ενώ το τρέχον οικονομικό του έλλειμμα υπολογίζεται στα 200 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με πηγές της εφημερίδας.

Όσον αφορά το Βενιζέλειο Νοσοκομείο, και σε αυτή την περίπτωση το έλλειμμα προσωπικού, ειδικά σε ορισμένες ειδικότητες, είναι εξαιρετικά έντονο. Οι τελευταίες προσλήψεις έγιναν το 1997, ενώ το οικονομικό έλλειμμα του νοσοκομείου φτάνει τα 17 ευρώ. Συχνές είναι, επιπλέον, οι προσφυγές προμηθευτών στη δικαιοσύνη, ζητώντας «τα ποσά της ρύθμισης που είχε γίνει πριν από περίπου 4 χρόνια από το Υπουργείο Υγείας και αφορούσε όλα τα νοσοκομεία».
Τέλος, τα κενά στο Νοσοκομείο Χανίων φτάνουν το 40% σε νοσηλευτικό και το 35% σε ιατρικό προσωπικό, ενώ σημαντικές ιατρικές μονάδες είτε δεν λειτουργούν καθόλου είτε υπολειτουργούν. «Δεν έχει γίνει καμία σοβαρή χρηματοδότηση πάνω στο θέμα της Υγείας τόσο ως προς το ιατρικό προσωπικό, όσο και στον εξοπλισμό, με αποτέλεσμα οι ανάγκες να αυξάνονται, οι υποδομές να μην επαρκούν και –αν υπολογίσουμε τις αποχωρήσεις προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης ή για άλλους λόγους- το κενό στο έμψυχο υλικό, αλλά και στις υποδομές μεγαλώνει» αποκαλύπτει στην εφημερίδα η πρόεδρος της Ένωσης Γιατρών ΕΣΥ Χανίων, Νίκη Μπαρδάτσου.

Τα αίτια της κακοδαιμονίας του ΕΣΥ και η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου μοντέλου
Ζητήσαμε από τον κο Γιάννη Τούντα, αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντή του Ινστιτούτου Κοινωνικής Προληπτικής Ιατρικής να μας μιλήσει για τα αίτια των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα το ΕΣΥ, καθώς και για τους τρόπους αντιμετώπισης των, οικονομικών τουλάχιστον, προβλημάτων αυτών.
Πώς κρίνετε τις παρούσες πρακτικές τις κυβέρνησης στον τομέα της Υγείας, οι οποίες και έχουν οδηγήσει στην αντίδραση των γιατρών και νοσηλευτών του ΕΣΥ;

Όπως και σε κάθε τομέα, έτσι και σε αυτόν της υγείας πρέπει να υπάρξουν περικοπές των δαπανών σε όλους τους τομείς για να μπορέσει η χώρα να ανταπεξέλθει στη δύσκολη αυτή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται τώρα. Και είναι, λοιπόν, φυσικό, μέσα σε αυτές τις περικοπές να συμπεριλαμβάνονται και μειώσεις των αποδοχών του προσωπικού. Όπως εξάλλου γίνεται και στο σύνολο του δημοσίου τομέα.

Όσον αφορά, τώρα, το θέμα των εφημεριών, είναι αναμενόμενο ότι δημιουργείται πρόβλημα. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι πολλές από τις εφημερίες οι οποίες πληρώνονται είναι «πλασματικές» εφημερίες. Είναι, δηλαδή, εφημερίες που δεν πραγματοποιούνται αλλά πρόκειται για ρύθμιση η οποία είχε γίνει στο παρελθόν με στόχο τη βελτίωση των απολαβών των γιατρών. Στην περίπτωση, συνεπώς, που μιλάμε για αποκοπές τέτοιου είδους πλασματικών εφημεριών δεν θίγεται η λειτουργία του νοσοκομείου.
Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το ΕΣΥ; Πρόκειται για οικονομικά προβλήματα, προβλήματα οργάνωσης και εκσυγχρονισμού ή έλλειψης προσωπικού;
Πρόκειται, στην πραγματικότητα για συνδυασμό και συνύπαρξη των προβλημάτων που αναφέρετε. Το οικονομικό πρόβλημα του ΕΣΥ, καθώς και η σημαντική έλλειψη προσωπικού, είναι λίγο-πολύ γνωστά προβλήματα. Θα αναφερθώ τώρα, λοιπόν, στα προβλήματα της κακοδιοίκησης, της διαφθοράς που επιδεινώνουν την ήδη κακή κατάσταση του ΕΣΥ.
Ο λόγος για την ύπαρξη έντονου προβλήματος κακοδιοίκησης, και μάλιστα από την κορυφή έως και τα χαμηλότερα στρώματα της ηγεσίας. Δηλαδή μιλάμε για κακοδιοίκηση από το επίπεδο του εκάστοτε υπουργού μέχρι τους υπαλλήλους των νοσοκομείων. Εξάλλου είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί το ΕΣΥ να διοικείται από το γραφείο του κάθε υπουργού.

Αντιθέτως πρέπει να υπάρχουν οι απαραίτητες δομές και όργανα, τα οποία θα λειτουργούν με τρόπο αξιοκρατικό και διαχρονικό χαρακτήρα και τα οποία θα μπορούν να έχουν μια συστηματική παρακολούθηση, έλεγχο, συντονισμό, εποπτεία, αλλά και αξιολόγηση του συνολικού συστήματος. Είναι γεγονός ότι με την παρούσα οργάνωση το σύστημα υγείας υπόκειται σε αλλεπάλληλες αλλαγές, συνήθως κάθε δυο χρόνια με την αλλαγή του αρμόδιου υπουργού. Και η κακοδιοίκηση από το υψηλό αυτό επίπεδο συνεχίζεται στα νοσοκομεία, όπου οι διοικήσεις κατά κανόνα δεν επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια. Αλλά ακόμα και διοικητές οι οποίοι δώσανε πραγματικά μάχη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα νοσοκομεία, κι αυτοί απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό. Η αποτυχία τους δεν σχετίζεται με τις κακές τους προθέσεις ή την έλλειψη ικανοτήτων, αλλά γιατί ήρθαν αντιμέτωποι με ένα καθεστώς αναχρονισμού, σημαντικών ελλείψεων σε προσωπικό, έλλειψης μηχανοργάνωσης, τα οποία και τους οδηγούσαν σε διοικητικό αδιέξοδο. Άρα δεν είναι μόνο το θέμα της ανάγκης αξιοκρατικής επιλογής των διοικητικών στελεχών στο επίπεδο νοσοκομείων, αλλά και ο θεσμικός και διοικητικός εκσυγχρονισμός των νοσοκομείων.
Και από εκεί και πέρα η έλλειψη αυτή της σωστής διοίκησης και διαχείρισης και τα προβλήματα που ανέφερα προηγουμένως, εκτρέφουν τα προβλήματα διαφθοράς και σπατάλης που αποτελούν επίσης σημαντικές αιτίες της κακοδαιμονίας του εθνικού μας συστήματος υγείας. Και τα δυο αυτά φαινόμενα έχουν ως αποτέλεσμα και οι περιορισμένοι αυτοί πόροι που διατίθενται για την υγεία να μην αξιοποιούνται. Μάλιστα, ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των πόρων, της τάξεως του 20-30% κατασπαταλιέται σε βάρος των πραγματικών αναγκών του συστήματος.

Πώς μπορεί να λυθεί σήμερα, εν μέσω οικονομικής κρίσης, το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα το «φτωχό ΕΣΥ», όπως το έχετε αποκαλέσει στο παρελθόν; Είναι, τελικά, μονόδρομος η εφαρμογή ενός διαφορετικού μοντέλου χρηματοδότησης του ΕΣΥ;

Ενώ όλοι συμφωνούμε ότι η ελληνική οικονομία, τόσο τώρα εν μέσω κρίσης, όσο και στο παρελθόν δεν έχει πολλά περιθώρια για γενναίες αυξήσεις, είναι, όμως, γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης. Αναφέρομαι σε σταδιακή βελτίωση της υποχρηματοδότησης του δημόσιου τομέα, καθώς το ποσό που αναλογεί σήμερα είναι μόνο το 5,1% του ΑΕΠ της χώρας, το χαμηλότερο δηλαδή ποσοστό στην Ευρώπη.
Παράλληλα, οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας φτάνουν το 4,9%, αποτελώντας το υψηλότερο αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ.
Έχω αναφερθεί και στο παρελθόν στην ανάγκη εύρεσης εναλλακτικών τρόπων οικονομικής ενίσχυσης του τομέα της υγείας. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, η πολιτεία να προβεί σε μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό τομέα της υγείας στον δημόσιο, αναπτύσσοντας το θεσμό των απογευματινών ιατρείων, συνάπτοντας συμβάσεις με την ιδιωτική ασφάλιση, κ.τ.λ.
Για την πραγματική, όμως, αντιμετώπιση του ζητήματος απαιτείται η μελέτη και εφαρμογή ενός διαφορετικού μοντέλου οργάνωσης και χρηματοδότησης του ΕΣΥ. Υπενθυμίζω ότι η σημερινή χρηματοδότηση του συστήματος κατά 70% από τον κρατικό προϋπολογισμό και κατά 30% από την κοινωνική ασφάλιση είναι όχι μόνο ανεπαρκής αλλά και αδιέξοδη από τη στιγμή που τα ταμεία αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους ακόμα και με τα ισχύοντα χαμηλά νοσήλια. Αντιθέτως, για να επέλθει ομαλοποίηση της λειτουργίας των δημόσιων θα πρέπει η χρηματοδότηση τους να προέλθει αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, τουλάχιστον για τις βασικές παροχές, και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας να χρηματοδοτηθεί μόνο από την κοινωνική ασφάλιση και τις ιδιωτικές δαπάνες.
Η κοινωνική ασφάλιση, επίσης, θα πρέπει να αυξήσει τη συνεισφορά της προς το ΕΣΥ χωρίς να αυξήσει, μια που κι αυτή δεν είναι σε θέση, τις συνολικές της δαπάνες υγείας. Τα νοσοκομεία μπορούν, επίσης, να επωφεληθούν οικονομικά με τον περιορισμό της οποιασδήποτε σπατάλης και με την άσκηση ορθολογικής τιμολόγησης.

Ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν για την ενίσχυση του κρίσιμου τομέα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) και πόσο αναγκαία κρίνετε την λήψη των σχετικών αυτών μέτρων;

Πιστεύω ότι ένας ακόμα λόγος που συμβάλλει ουσιαστικά στη δυσχερή αυτή θέση του συστήματος υγείας αφορά τον τομέα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Καταλαβαίνετε, συνεπώς, την αναγκαιότητα λήψης των μέτρων αυτών. καθώς μια σωστή ανάπτυξη του σημαντικού αυτού τομέα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποσυμφόρηση των νοσοκομείων, στην καλύτερη εξυπηρέτηση των ενδιαφερομένων, αλλά και στην εξοικονόμηση των τόσο πολύτιμων πόρων. Θα δοθεί, έτσι, στο σύστημα η δυνατότητα να λειτουργήσει σε μια πιο σύγχρονη και ορθολογική βάση.
Έχω, εξάλλου πει και στο παρελθόν ότι ο τομέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αποτελεί τον έτερο σημαντικό πυλώνα για την άσκηση σύγχρονης πολιτικής υγείας και για την αντιμετώπιση επιδημικών απειλών χωρίς να κινδυνεύει να καταρρεύσει το νοσοκομειακό σύστημα, το οποίο και δοκιμάζεται επιπλέον από νέες επιδημίες όπως, λόγου χάρη, η πρόσφατη περίπτωση της νέας γρίπης.

Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση του ΙΚΑ, το οποίο δεν θα πρέπει να συνεχίσει να είναι ταυτόχρονα αγοραστής και προμηθευτής υπηρεσιών υγείας διότι έτσι παρέχει χαμηλής ποιότητας περίθαλψη. Αντιθέτως, τα νοσοκομεία του ΙΚΑ θα πρέπει να ενταχθούν άμεσα στο ΕΣΥ και αν αυτό δεν είναι ακόμα εφικτό για τα Πολυϊατρεία, τότε αυτά θα πρέπει να υπαχθούν σε ξεχωριστό οργανισμό υπηρεσιών υγείας, προκειμένου να συμμετάσχουν συντεταγμένα στα Τοπικά Συστήματα ΠΦΥ, μαζί με τις πρωτοβάθμιες μονάδες του ΕΣΥ, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του ιδιωτικού τομέα. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούν και οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες γιατροί να συγκροτούνται σε συνεργαζόμενες ομάδες, που με ευέλικτες μορφές συνύπαρξης και συστέγασης να μπορούν να προσφέρουν ολοκληρωμένη και συντονισμένη ΠΦΥ, ανεξάρτητα ή σε συνεργασία με τα συμβεβλημένα διαγνωστικά κέντρα.
Όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, θεωρώ ότι θα πρέπει να συσταθούν Τοπικά Συστήματα ΠΦΥ, με τη συμμετοχή του ΕΣΥ, της κοινωνικής ασφάλισης, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του ιδιωτικού τομέα, στο πλαίσιο των οποίων θα μπορέσει να υλοποιηθεί και ο θεσμός της Οικογενειακής Ιατρικής και η ανάπτυξη της Πρόληψης και της Προαγωγής Υγείας .

Θεωρείτε ότι υπάρχει η απαιτούμενη πολιτική βούληση από τις εκάστοτε κυβερνήσεις για πραγματική επίλυση των προβλημάτων του ΕΣΥ; Μήπως πρόκειται τελικά για «αμαρτίες του παρελθόντος», δηλαδή των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τις οποίες καλούμαστε εμείς να «πληρώσουμε» σήμερα;


Κάθε πολιτική ηγεσία που αναλαμβάνει το Υπουργείο Υγείας, τουλάχιστον από την ίδρυση του ΕΣΥ και μετά έχει κάθε πρόθεση να πραγματοποιήσει τα υπάρχοντα προβλήματα στο χώρο της υγείας, και στο ΕΣΥ ειδικότερα. Όμως, οι προσπάθειες αυτές είναι συνήθως αποτυχημένες και δεν οδηγούν σε επιθυμητά αποτελέσματα, παρά τις όποιες καλές προθέσεις της εκάστοτε ηγεσίας. Και ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν είναι δυνατή η επίλυση των προβλημάτων αυτών είναι η υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας, δηλαδή δεν δίνονται αρκετά χρήματα για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του, καθώς και η ανυπαρξία σύγχρονης διοίκησης σε όλα τα επίπεδα του συστήματος.

Βέβαια δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι έχουν κατά καιρούς γίνει λανθασμένοι χειρισμοί στον τομέα αυτό. Ενδεικτικά αναφέρω ότι 2003, επί υπουργίας Κ. Στεφανή, ψηφίσθηκε ένας σημαντικός νόμος για τη δημόσια υγεία και συγκροτήθηκε πρώτη φορά Εθνικό Συμβούλιο Δημόσιας Υγείας (ΕΣΥΔΥ). Στη συνέχεια, όμως, μετά τις εκλογές του 2004, ο τότε υπουργός Υγείας θεώρησε σκόπιμο, όπως συμβαίνει συνήθως, να ψηφιστεί νέος νόμος προς αντικατάσταση του προηγούμενου, που περιείχε μια μόνο σημαντική διαφορά: Καθιστούσε το ΕΣΥΔΥ ανεξάρτητη αρχή, άνευ λόγου και αιτίας, από τη στιγμή που η ευθύνη για τη δημόσια υγεία πρέπει να είναι η κορυφαία αρμοδιότητα του υπουργείου Υγείας. Ούτε όμως αυτός ο νόμος εφαρμόσθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: