Οι κυριότερες διατάξεις, που αφορούν τα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, είναι οι ακόλουθες:
- Αυξάνονται από το 2011 σταδιακά από 20 σε 25 τα έτη υπηρεσίας θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες που έχουν τρία παιδιά και άνω. Καταργείται στην περίπτωση αυτή η πρόσθετη προϋπόθεση που ίσχυε για τους άνδρες, δηλαδή να έχουν την επιμέλεια των παιδιών με δικαστική απόφαση ή να είναι χήροι.
- Επέρχεται εξομοίωση των ανδρών και των γυναικών στρατιωτικών ως προς τα έτη θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος (25 έτη).
- Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά ή προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992 θεσπίζονται, σταδιακά, τα ακόλουθα όρια ηλικίας:
- Το 65ο έτος της ηλικίας για άνδρες και γυναίκες που έχουν ανήλικο παιδί κατά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας. Η εξίσωση αυτή θα γίνει εντός τριετίας, δηλαδή από το 2011 έως και το 2013.
- Το 50ό έτος για άνδρες και γυναίκες που έχουν ανίκανα παιδιά ή ανίκανο σύζυγο και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης (25ετία), μειώνοντας το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης των ανδρών αυτής της περίπτωσης.
- Το 65ο έτος για άνδρες και γυναίκες που δεν ανήκουν στις ανωτέρω κατηγορίες και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά ή έχουν διοριστεί από 1ης Ιανουαρίου 1983 και μετά. Η αύξηση του ορίου ηλικίας για τις γυναίκες θα γίνει σταδιακά σε βάθος τριετίας.
- Εξισώνεται το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών υπαλλήλων του Δημοσίου που μπορούν να αποχωρήσουν από την υπηρεσία πριν από τη συμπλήρωση του ισχύοντος ορίου ηλικίας και να λάβουν μειωμένη σύνταξη.
- Σύμφωνα με το νομοσχέδιο το όριο αυτό ορίζεται στο 56ο το έτος 2011, στο 58ο έτος το 2012 και στο 60ό έτος το 2013.
- Καταργούνται οι διατάξεις που προβλέπουν ότι όσοι υπάλληλοι έχουν τρία και άνω παιδιά συνταξιοδοτούνται ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
Στρατιωτικοί
Στην κατάθεση τροπολογίας στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο για τη συνταξιοδότηση των στρατιωτικών συμφώνησαν οι αρμόδιοι υπουργοί κ. Βενιζέλος, Χρυσοχοΐδης και Παπακωνσταντίνου. Σύμφωνα με πληροφορίες, προβλέπεται συνταξιοδότηση στα 35 χρόνια για τους στρατιωτικούς και τους εργαζόμενους στα Σώματα Ασφαλείας, ενώ παρέχεται και η δυνατότητα εξαγοράς έως και 5 πλασματικών χρόνων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Βασικές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις
Άρθρο 1
Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
1. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2015 υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός.
2. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε τακτικού υπαλλήλου ή λειτουργού του Δημοσίου ή στρατιωτικού που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015 στο Δημόσιο.
Άρθρο 2Ασφαλιστικό καθεστώς διοριζόμενων στο Δημόσιο από 1-1-2011
1.1. α. Οι προσλαμβανόμενοι για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1.1.2011 και μετά, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι της Βουλής, των νπδδ και των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας, καθώς και ιερείς και υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
β. Τα ανωτέρω πρόσωπα ασφαλίζονται για ασθένεια, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ βοήθημα στους οικείους φορείς, στους οποίους υπάγονται όσοι από αυτούς έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά σε ασφαλιστικό Φορέα κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου από 1.1.1993 και μετά.
2.2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τους στρατιωτικούς που κατατάσσονται από 1.1.2011 και μετά, εξαιρουμένων των στρατευσίμων παθόντων οπλιτών στην υπηρεσία και ένεκα ταύτης.
3.3. Οι διατάξεις: α) του ν.1897/1990, β) της παρ.15 του άρθρου 9 και της παρ.17 του άρθρου 34 του π.δ.169/2007 και γ) με βάση τις οποίες υπολογίζεται η σύνταξη των στρατιωτικών που καθίστανται ανάπηροι εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης, όπως ισχύουν, κατά το μέρος που αφορούν τον υπολογισμό της σύνταξης των προσώπων που υπάγονται σ’ αυτές, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κατά τα ανωτέρω υπαγωγή των προσώπων των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού, στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
4.4. Oι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι της Βουλής, των νπδδ και των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας, καθώς και ιερείς και υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετούν ή θα προσληφθούν μέχρι 31.12.2010 μπορούν να επιλέξουν προαιρετικά την υπαγωγή τους στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του προηγούμενου εδαφίου.
Άρθρο 3Βασική σύνταξη
1.1. Από 01.01.2015 και εφεξής καθιερώνεται, για τους υπαγόμενους στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης για το έτος 2010 καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360,00 €) μηνιαίως για 12 μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του νόμου αυτού.
2.2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται:
α. Τα πρόσωπα των παρ.1 και 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 01.01.2015 και εφεξής. Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδότησης από το Δημόσιο. Σε όσους η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου αυτού, αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά με βάση τα έτη ασφάλισης από 01.01.2011 και εφεξής προς το συνολικό χρόνο ασφάλισης.
β. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται αναλόγως στις περιπτώσεις που η σύνταξη καταβάλλεται μειωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210Α’) και της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165Α’), όπως ισχύουν καθώς και στις περιπτώσεις μεταβίβασης της σύνταξης λόγω θανάτου.
γ. Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τα πρόσωπα που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 και της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης.
δ. Οι ανωτέρω μειώσεις της βασικής σύνταξης δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007, όπως ισχύουν καθώς και στις περιπτώσεις καταβολής σύνταξης λόγω αναπηρίας, οπότε το ποσό της βασικής σύνταξης καταβάλλεται ακέραιο ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
ε. Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και κάθε συνδικαιούχο πρόσωπο, με βάση το δικαιούμενο ποσοστό σύνταξης. Προκειμένου για τέκνα, η βασική σύνταξη καταβάλλεται για όσο χρόνο δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, μετά δε τη διακοπή της συνταξιοδότησής τους, το ποσοστό της βασικής σύνταξης που δικαιούνταν, προσαυξάνει ανάλογα το μερίδιο σύνταξης των λοιπών συνδικαιούχων προσώπων.
Εάν κάποιο από τα πρόσωπα της περίπτωσης αυτής λαμβάνει σύνταξη και από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας σύνταξης λόγω θανάτου, από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, δικαιούται βασική σύνταξη για την εξ΄ ιδίου δικαιώματος σύνταξη ή για τη μεγαλύτερη από τις συντάξεις λόγω θανάτου.
στ. Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος με περισσότερες της μιας συντάξεις χορηγείται μία βασική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης βασικής σύνταξης είναι πλήρες και καταβάλλεται από τον φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη.
3.3. Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει 15 έτη ασφάλισης στο Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια:
α) έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.
β) το ατομικό και το οικογενειακό τους εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνουν το 14πλάσιο και το 28πλάσιο του κατά τα ανωτέρω πλήρους ποσού βασικής σύνταξης, αντίστοιχα.
γ) διαμένουν στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους.
Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριανταπέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα έτος που υπολείπεται των τριανταπέντε (35) ετών διαμονής. Η βασική σύνταξη στην κατηγορία αυτή των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης γι’ αυτή την κατηγορία είναι το Δημόσιο το οποίο καταβάλλει το αναλογικό ποσό σύνταξης.
Άρθρο 4Αναλογικό ποσό σύνταξης
1.1. Το αναλογικό ποσό σύνταξης υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με βάση ποσοστά επί των συντάξιμων αποδοχών (βλέπε πίνακα).
2.2. Ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές, για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης λαμβάνεται υπόψη το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών που έλαβε ο υπάλληλος καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, πλην των αποδοχών του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης και επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τον υπολογισμό των τριμήνων αποδοχών, των δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών υπηρεσίας που έχει πραγματοποιήσει ο υπάλληλος εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Για τον προσδιορισμό των παραπάνω ασφαλιστέων αποδοχών, οι αποδοχές του υπαλλήλου, για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην των ασφαλιστέων αποδοχών του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, λαμβάνονται υπόψη αυξημένες κατά ποσοστό που καθορίζεται με τυπικό νόμο και με βάση τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και συντελεστή ωρίμανσης. Για το ποσοστό της αύξησης διατυπώνουν αιτιολογημένη γνώμη εκτός από την Ο.Κ.Ε. και η Ελληνική Στατιστική Αρχή και η Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2232/1994 (ΦΕΚ 140 Α΄) εφαρμόζεται και για την έκφραση γνώμης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
3.3. Όσοι έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην ασφάλιση του Δημοσίου έως και 31.12.2010 και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 01.01.2015, δικαιούνται:
α) αναλογικό τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους στο Δημόσιο έως 31.12.2010, το οποίο υπολογίζεται με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές όπως ισχύουν κατά το χρόνο συνταξιοδότησής τους, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση.
β) αναλογικό τμήμα σύνταξης με βάση το χρόνο ασφάλισής τους από 01.01.2011 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους.
4.4. α. Το ποσό για το αναλογικό τμήμα της σύνταξης των προσώπων της προηγούμενης παραγράφου, για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου αυτού, αφού πρώτα συνυπολογιστούν τα έτη ασφάλισης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος έως 31.12.2010, οι δε συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του αναλογικού τμήματος της σύνταξης από 01.01.2011 και εφεξής, είναι αυτές που προσδιορίζονται από το έτος αυτό και μετά.
β. Ειδικά για τον υπολογισμό του αναλογικού τμήματος της σύνταξης από 01.01.2011 και μετά, των προσώπων του τετάρτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26, του π.δ. 169/2007, όπως ισχύουν, που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 01.01.2015, λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό αναπλήρωσης που αντιστοιχεί στα 35 έτη υπηρεσίας, σύμφωνα με τον πίνακα της παρ. 1 του άρθρου αυτού.
γ. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τ’ αναφερόμενα σ’ αυτές πρόσωπα υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 1-17 του ν. 2084/1992.
5.5. Ειδικά για όσους για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης πριν την 01.01.2015 το τμήμα της μηνιαίας σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε έτος ασφάλισης από 01.01.2013 και εφεξής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11 του νόμου αυτού και της παρ. 7 του άρθρου μόνου του ν. 3847/2010 (Α΄ 67).
6.6. Οι δικαιούχοι και το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζονται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου καθώς και τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
7.7. Οι διατάξεις των άρθρων 3 και αυτού του νόμου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για τους στρατεύσιμους οπλίτες αναπήρους ειρηνικής περιόδου των οποίων η σύνταξη εξακολουθεί να υπολογίζεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση, όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.
8.8. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τον υπολογισμό της σύνταξης των προσώπων που δεν υπάγονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, στο ασφαλιστικό καθεστώς του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ανεξάρτητα από το χρόνο θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
9.9. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση, όπως ισχύουν, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
10.10. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του νόμου «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις. Ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄?) περί διαδοχικής ασφάλισης, έχουν εφαρμογή και για τους υπαγομένους στο ασφαλιστικό καθεστώς του Δημοσίου.
Άρθρο 5Πιστοποίηση Αναπηρίας
1.1. Μετά τη δημιουργία του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), από 1.1.2011 και την κατάργηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του νόμου «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις. Ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄?) εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου που προβλέπουν δικαιοδοσία των Ανωτάτων Υγειονομικών Επιτροπών, Στρατού (Α.Σ.Υ.Ε.), Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε.), Αεροπορίας (Α.Α.Υ.Ε.), καθώς και της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής της Ελληνικής Αστυνομίας.
2.2. Το ποσοστό αναπηρίας που συνεπάγεται κάθε πάθηση ή βλάβη ή σωματική ή ψυχική ή πνευματική εξασθένιση ή η συνδυασμένη εμφάνιση τέτοιων παθήσεων ή βλαβών ή εξασθενήσεων καθώς και οι υποτροπές αυτών, προκαθορίζεται για όλους τους Ασφαλιστικούς Φορείς συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου με εκατοστιαία αναλογία σε Ενιαίο Κανονισμό Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας, που εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, μετά από γνώμη Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και στην οποία συμμετέχει υποχρεωτικά εκπρόσωπος που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ). Έως την έκδοση του νέου Ενιαίου Κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου. Από της εφαρμογής του Ενιαίου Κανονισμού οι επιλαμβανόμενες των περιπτώσεων Υγειονομικές Επιτροπές υποχρεούνται στις γνωματεύσεις τους να μνημονεύουν ρητά το σχετικό εδάφιο ή τον συνδυασμό εδαφίων στα οποία ερείδεται ο προσδιορισμός του ποσοστού αναπηρίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Λοιπές ασφαλιστικές ρυθμίσεις
Άρθρο 6
Όρια ηλικίας συνταξιοδότησης πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου. Εξίσωση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών υπαλλήλων του Δημοσίου
1.1. α. Το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210Α΄), καταργείται από 01.01.2011 και οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της ίδιας περίπτωσης αντικαθίστανται, από 01.01.2011, ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση για τους υπαλλήλους που έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά αρκεί η συμπλήρωση εικοσαετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010 η οποία αυξάνεται κατά ένα (1) έτος για όσους συμπληρώνουν την εικοσαετία εντός του έτους 2011 και για όσους συμπληρώνουν την εικοσαετία από 01.01.2012 και μετά, κατά δύο (2) έτη για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ανεξάρτητα από το χρόνο πρόσληψής τους».
β. Το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210Α΄), καταργείται από 01.01.2011 και οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της ίδιας περίπτωσης αντικαθίστανται, από 01.01.2011, ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση για τους στρατιωτικούς γενικά, που έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά αρκεί η συμπλήρωση εικοσαετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, η οποία αυξάνεται κατά ένα (1) έτος για όσους συμπληρώνουν την εικοσαετία εντός του έτους 2011 και για όσους συμπληρώνουν την εικοσαετία από 01.01.2012 και μετά, κατά δύο (2) έτη για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ανεξάρτητα από το χρόνο κατάταξής τους».
2.2. α. Οι διατάξεις της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται, από 01.01.2011, ως εξής:
«α. Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μέχρι 31η Δεκεμβρίου 1997 το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας τους, συμπληρωμένο».
β. Οι διατάξεις του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται, από 01.01.2011, ως εξής:
«β) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά, καθώς και για όσους προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992:
βα) Το πεντηκοστό δεύτερο (52ο) έτος της ηλικίας τους συμπληρωμένο για όσους έχουν ανήλικα παιδιά, το οποίο αυξάνεται στο 55ο έτος από 1ης Ιανουαρίου 2012 και στο 65ο έτος από 1ης Ιανουαρίου 2013 και μετά.
Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης αυτής, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά.
ββ). Το πεντηκοστό (50ό) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο για όσους έχουν ανίκανο για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος παιδί ή σύζυγο, κατά ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω.
βγ) Το εξηκοστό πρώτο (61ο) έτος της ηλικίας τους συμπληρωμένο, για τους λοιπούς υπαλλήλους, το οποίο αυξάνεται από 1ης Ιανουαρίου 2012 και μετά κατά δύο (2) έτη, για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους της ηλικίας τους.
γ. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, ο υπάλληλος θα ακολουθεί το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το χρόνο που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης».
3.3. Οι διατάξεις της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται, από 01.01.2011, ως εξής:
«β. Η σύνταξη όσων θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1η Ιανουαρίου 2011 και μετά, μπορεί να καταβληθεί μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού έκτου (56ου) έτους της ηλικίας τους, το οποίο αυξάνεται από 1ης Ιανουαρίου 2012 και μετά κατά δύο (2) έτη, για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60ου) έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη μειώνεται κατά 1/200 του ποσού αυτής για κάθε μήνα, που υπολείπεται από την έναρξη καταβολής της και μέχρι τη συμπλήρωση, του κατά περίπτωση ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης».
4.4. Οι διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται από 01.01.2011, ως εξής:
«γ. Για όσους έχουν προσληφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1983 και συμπληρώνουν τριάντα πέντε (35) έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας το έτος 2010, η σύνταξη καταβάλλεται ολόκληρη μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού ογδόου (58ου) έτους της ηλικίας τους. Ο ανωτέρω χρόνος υπηρεσίας για όσους συμπληρώνουν αυτόν από το έτος 2011 και μετά, αυξάνεται κατά 2 έτη για έτος 2011 και για κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος κατά 9 μήνες και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης αυτής, αυξάνεται σταδιακά από 01.01.2011 κατά ένα (1) έτος ετησίως και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας.
Τα έτη υπηρεσίας καθώς και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που προβλέπονται από τις διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν προσληφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1983 και συμπληρώνουν τριάντα επτά (37) έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας από 01.01.2011 και μετά».
5.5. Οι διατάξεις της περ. ε΄ της παρ. 2, της περ. α΄ και της περ. στ’ της παρ. 3, του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, καταργούνται από 01.01.2011.
6.6. Οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της περ. ζζ’ της παρ. 3 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται από 01.01.2011, ως εξής:
«Η κατά το προηγούμενο εδάφιο επταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1η Ιανουαρίου 1998, αυξάνεται κατά ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος από την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι τη συμπλήρωση 10 πλήρων ετών, ο δε υπάλληλος θα ακολουθεί το αυξημένο όριο, που ισχύει κατά το έτος θεμελίωσης του δικαιώματος.»
7.7. α. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.2084/1992 (ΦΕΚ 165Α΄), αντικαθίστανται από 01.01.2013 ως εξής:
«Προκειμένου για όσους έχουν ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία παιδιά αρκεί η συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου (50ου) έτους της ηλικίας τους εφόσον έχουν εικοσιπενταετή (25ετή) πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία».
β. Από 01.01.2013 καταργούνται:
- το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 3, του ν. 2084/1992
- η παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 2084/1992, που προστέθηκε με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160Α΄)
- το τρίτο εδάφιο της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 7, του ν.2084/1992.
- το τρίτο και τέταρτο της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν.2084/1992.
- το πέμπτο και έκτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν.2084/1992, τα οποία προστέθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 3029/2002.
γ. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 1 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160Α΄), αντικαθίσταται από 01.01.2011, ως εξής:
«Η σύνταξη όμως αυτή αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους της ηλικίας.»
8.8. Από 01.01.2011 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3660/2008 (ΦΕΚ 78Α΄), διαμορφώνονται στο πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος, αυξανόμενο από 1ης Ιανουαρίου 2012 και μετά κατά δύο και μισό (2 ½) έτη για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60ου) έτους της ηλικίας τους.
9.9. Από 01.01.2013 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που προβλέπονται, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις του άρθρου αυτού για τους τακτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, έχουν εφαρμογή για τους δικαστικούς λειτουργούς καθώς και για το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
10.10. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, η ενηλικίωση των τέκνων θεωρείται ότι γίνεται την 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους.
11.11. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές θα έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού. Για τα πρόσωπα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν όσα προβλέπονται από τις αντικαθιστώμενες ή καταργούμενες διατάξεις, κατά περίπτωση, τόσο για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης όσο και για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, καθώς και για τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξής τους.
Άρθρο 7Αναπροσαρμογή συντάξεων και ορίων ηλικίας
1.1. Από 01.01.2014 οι καταβαλλόμενες συντάξεις συμπεριλαμβανομένων των χορηγιών και των βοηθημάτων του Δημοσίου, αναπροσαρμόζονται μόνο με διάταξη ειδικού νόμου, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 73 του Συντάγματος. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου υπερισχύει κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης με την οποία προβλέπεται η αναπροσαρμογή ή αύξηση σύνταξης, χορηγίας ή βοηθήματος, που καταβάλλεται από το Δημόσιο, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου.
2.2. Από την 01.01.2011 και ανά διετία η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2.5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009.
3.3. Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και του Δημοσίου, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 6 του νόμου αυτού και σε καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων, ανακαθορίζονται κατά τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2021 και κατά την πρώτη εφαρμογή της, λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή της δεκαετίας 2010 έως και 2020.
Από 1.1.2024 τα ανωτέρω όρια ανακαθορίζονται ανά τριετία. Η αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται κατά το τελευταίο έτος κάθε περιόδου με βάση τους σχετικούς δείκτες που προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και την Eurostat και αφορούν στην επόμενη περίοδο.
Άρθρο 8Όροι συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου
1.1. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του νόμου «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις. Ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄?) σχετικά με το κριτήριο της διάρκειας του έγγαμου βίου, προκειμένου να δικαιωθεί σύνταξη ο επιζών σύζυγος, έχουν εφαρμογή και για τους υπαγόμενους στις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου. Κατά τα λοιπά για τη συνταξιοδότηση των επιζώντων συζύγων εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των π.δ. 167/2007, 168/2007, 169/2007 και του ν. 2084/1992.
2.2. α. Οι διατάξεις των περιπτώσεων α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 62 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1Α΄), έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους επιζώντες συζύγους με εξαίρεση όσους έχουν αναπηρία κατά ποσοστό 67% και άνω που λαμβάνουν σύνταξη από το Δημόσιο. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή για όσους λαμβάνουν και εξ’ ιδίου δικαιώματος σύνταξη από το Δημόσιο, ή πολεμική σύνταξη γενικά ή σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄185) καθώς και για όσους υπάγονται στις διατάξεις της παρ.14 του άρθρου 8 του ν.2592/1998 (Α΄57).
β. Εάν στην κατά τα ανωτέρω μειωμένη σύνταξη του επιζώντος συζύγου συμμετέχουν ανάπηρα ή ανήλικα τέκνα ή τέκνα που σπουδάζουν υπό τις προϋποθέσεις της περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007, ο επιζών σύζυγος μπορεί να ζητήσει την αναστολή καταβολής του μεριδίου του, οπότε αυτό επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.
3.3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων καθώς και αυτές της παρ. 9 του άρθρου 4 του ν.3620/2007 (Α’ 276), έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σ’ αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 167/2007 (Α’ 208).
4.4. Οι διατάξεις της παρ. 1 και 3 του άρθρου αυτού, δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σ’ αυτές πρόσωπα των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
Άρθρο 9Συνταξιοδότηση μελών οικογένειας
1.1. α. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Οι θυγατέρες και οι άπορες άγαμες αδελφές αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα αγόρια.»
β. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής:
«5. Οι θυγατέρες και οι άπορες άγαμες αδελφές αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα αγόρια.»
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σ΄ αυτές υπάγονται στις διατάξεις του π.δ.167/2007και του π.δ. 168/2007.
δ. Οι διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 1 των άρθρων 5 και 31 του π.δ. 169/2007, της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του π.δ. 167/2007 καθώς και της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 35 του π.δ. 168/2007, καταργούνται.
ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σ’ αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
2.2. α. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής:
«Στις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, εκτός από τις ανίκανες με ποσοστό 67% και άνω, μετά την ενηλικίωσή τους ή το τέλος των σπουδών τους η σύνταξή τους καταβάλλεται ολόκληρη μεν αν το συνολικό, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξη, μηνιαίο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημά τους, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, δεν υπερβαίνει το 30πλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά το έτος που αποκτήθηκαν τα εισοδήματα, περιορίζεται δε κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού της, αν το εισόδημα αυτό υπερβαίνει το 30πλάσιο όχι όμως και το 40πλάσιο, κατά το ένα δεύτερο (1/2) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 40πλάσιο, όχι όμως και το 50πλάσιο και κατά τα τρία τέταρτα (3/4) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 50πλάσιο όχι όμως και το 60πλάσιο, μετά την υπέρβαση του οποίου η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται.»
β. Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής:
«Στις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, εκτός από τις ανίκανες με ποσοστό 67% και άνω, μετά την ενηλικίωσή τους ή το τέλος των σπουδών τους η σύνταξή τους καταβάλλεται ολόκληρη μεν αν το συνολικό, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξη, μηνιαίο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημά τους, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, δεν υπερβαίνει το 30πλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά το έτος που αποκτήθηκαν τα εισοδήματα, περιορίζεται δε κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού της, αν το εισόδημα αυτό υπερβαίνει το 30πλάσιο όχι όμως και το 40πλάσιο, κατά το ένα δεύτερο (1/2) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 40πλάσιο, όχι όμως και το 50πλάσιο και κατά τα τρία τέταρτα (3/4) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 50πλάσιο όχι όμως και το 60πλάσιο, μετά την υπέρβαση του οποίου η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται.»
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σ’ αυτές πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις οικείες διατάξεις των π.δ.167/2007 και 168/2007, κατά περίπτωση.
δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σ’ αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
3.3. Οι διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007 (ΦΕΚ 276Α) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σ’ αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 168/2007.
Άρθρο 10Απασχόληση συνταξιούχων
1. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999, όπως ισχύουν, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που εργάζονται εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65Α΄) ή αυτοαπασχολούνται.
Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 καθώς και των παρ. 1 έως 7 του άρθρου 58 του π.δ. 169/2007, εξακολουθούν να ισχύουν.
2. Οι συνταξιούχοι του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούνται, πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να δηλώσουν τούτο στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γ.Λ.Κ.
Παράλειψη της δηλώσεως συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή κατά το διάστημα που αυτοαπασχολείτο, και πρόστιμο επί του καταλογισθέντος ποσού ίσο με το νόμιμο τόκο υπερημερίας.
Άρθρο 11Προσαυξήσεις συντάξεων
1. H παράγραφος 3 του άρθρου 5 του ν. 1902/1990 (Α( 138), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Το ποσοστό σύνταξης του μηνιαίου συντάξιμου μισθού των υπαλλήλων ή στρατιωτικών που προσλήφθηκαν ή κατατάχθηκαν αντίστοιχα μέχρι 31.12.1992 και παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου, αυξάνεται κατά δυόμισι τοις εκατό (2,5%) για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν του 35ου έτους μέχρι και του 40ου.».
2. Η προσαύξηση της προηγούμενης παραγράφου δεν χορηγείται για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 01.01.2015 και εφεξής.
Άρθρο 12Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων
1. Από 01.08.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (Α( 58).
2. α. Η ΕΑΣ παρακρατείται μηνιαία από τις συντάξεις που καταβάλλονται από το Δημόσιο ως εξής:
α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3%
β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2000,00 €, ποσοστό 4%
γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 5%
δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 6%
ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 7%
στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 8%
ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 9%
η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 10%
β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας σύνταξης καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117Α’) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς.
3. α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €).
β. Από την κράτηση αυτή εξαιρούνται όσοι λαμβάνουν επίδομα ανικανότητας με βάση τις διατάξεις των παρ.5 και 6 του άρθρου 54 του π.δ.169/2007 καθώς και όσοι λαμβάνουν πολεμική σύνταξη ή σύνταξη ως παθόντες στην υπηρεσία και ένεκα ταύτης ή βάσει των διατάξεων των ν. 1897/1990 και 1977/1991.
4. α. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό των ποσών σύνταξης της παρ. 2 λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το παρακρατηθέν ποσό επιμερίζεται ανάλογα.
β. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων της μίας κύριας σύνταξης από το Δημόσιο ή από Ασφαλιστικό Φορέα, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Η παρακράτηση γίνεται από το Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.
γ. Mε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής.
5. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου αποδίδονται στον Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα.
6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες και τα βοηθήματα που καταβάλλει το Δημόσιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Λοιπές συνταξιοδοτικές διατάξεις
Άρθρο 13Εφάπαξ έκτακτη οικονομική παροχή
1. Στους συνταξιούχους και χορηγιούχους του Δημοσίου, από ίδιο δικαίωμα ή από μεταβίβαση με εξαίρεση όσους λαμβάνουν σύνταξη δικαστικού ή μέλους του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή ιατρού του Εθνικού Συστήματος Υγείας ή βουλευτή ή σύνταξη των διατάξεων του άρθρου 27 του ν. 1813/1988 (ΦΕΚ 243Α’), χορηγείται εφάπαξ έκτακτη οικονομική παροχή για το έτος 2009.
2. Το ποσό της έκτακτης οικονομικής παροχής ανέρχεται:
α) σε 500 ευρώ για μηνιαία ακαθάριστη βασική σύνταξη, μέχρι του ποσού των 800 ευρώ.
β) σε 300 ευρώ για μηνιαία ακαθάριστη βασική σύνταξη από του ποσού των
800,01 ευρώ μέχρι του ποσού των 1.100 ευρώ.
Για μηνιαία ακαθάριστη βασική σύνταξη ποσού από 1.100,01 ευρώ και άνω δεν καταβάλλεται η έκτακτη οικονομική παροχή.
Ως ημερομηνία προσδιορισμού του ποσού της μηνιαίας ακαθάριστης βασικής σύνταξης, λαμβάνεται υπόψη η 31-12-2008.
3. Η ανωτέρω έκτακτη οικονομική παροχή είναι αφορολόγητη, δεν υπόκειται σε κράτηση για υγειονομική περίθαλψη και δεν λαμβάνεται υπόψη για τη χορήγηση του Ε.Κ.Α.Σ.
4. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο συντάξεων από το Δημόσιο, για τον προσδιορισμό της μηνιαίας ακαθάριστης βασικής σύνταξης, θα ληφθούν υπόψη αθροιστικά τα αντίστοιχα ποσά και των δύο συντάξεων και στην περίπτωση που δικαιούται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου αυτού την ανωτέρω παροχή, αυτή θα καταβληθεί με την μία εκ των δύο συντάξεων.
5. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, το ποσό της έκτακτης οικονομικής παροχής που θα καταβληθεί στον καθένα από αυτούς είναι αυτό που αντιστοιχεί στο ποσό της ακαθάριστης μηνιαίας βασικής σύνταξης που του καταβάλλεται.
6. Δεν χορηγείται η ανωτέρω εφάπαξ έκτακτη οικονομική παροχή σε όσα από τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου αυτού καταβάλλεται, μειωμένη σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Ν. 2084/1992 και 6 παρ. 9 του Ν. 2227/1994 (ΦΕΚ 129 Α’) και της παρ. 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57Α’).
7. Όσοι έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας από 1ης Ιανουαρίου 2009 μέχρι την ημερομηνία ισχύος του ν.3758/2009 (ΦΕΚ 68Α’), θα λάβουν σύμφωνα με τα ανωτέρω την έκτακτη οικονομική παροχή με τη σύνταξή τους, ενώ όσοι εξέρχονται της υπηρεσίας μετά την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού θα λάβουν την παροχή αυτή από την υπηρεσία από την οποία εξήλθαν.
8. Όσοι κατέστησαν συνταξιούχοι εκ μεταβιβάσεως εντός του έτους 2009 δικαιούνται την έκτακτη οικονομική παροχή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό, μόνο εφόσον δεν κρίθηκε το αντίστοιχο δικαίωμα των προσώπων από τα οποία έλκουν το δικαίωμα συνταξιοδότησής τους.
Άρθρο 14Συνταξιοδοτικό καθεστώς του αγρονομικού προσωπικού της Ελληνικής Αγροφυλακής
1. Στο τέλος του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ.169/2007 ΦΕΚ 210Α’), προστίθεται παράγραφος 15 ως εξής:
«15. Το αγρονομικό προσωπικό της Ελληνικής Αγροφυλακής, η οποία συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3585/2007 (ΦΕΚ 148Α’), δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο με εφαρμογή όλων των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για την απονομή σύνταξης στους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους.»
2. Στο τέλος του άρθρου 9 του π.δ.169/2007, προστίθεται παράγραφος 17 ως εξής:
«17α. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης του αγρονομικού προσωπικού της παρ. 15 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού, λαμβάνεται υπόψη ο βασικός μισθός ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού, κατά περίπτωση, που έφερε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, μαζί με την προσαύξηση του τυχόν καταβαλλομένου επιδόματος χρόνου υπηρεσίας».
Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3513/2006 (ΦΕΚ 265 Α’), δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα του άρθρου αυτού.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού ισχύουν από την 5 Ιουλίου 2007.
4. Η προθεσμία για την υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης των διατάξεων της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 (ΦΕΚ 265Α’), για όσους υπαλλήλους έχουν ήδη μεταταγεί ή μεταφερθεί στην Ελληνική Αγροφυλακή από 5 Ιουλίου 2007, είτε ως αγρονομικό είτε ως πολιτικό προσωπικό αυτής, αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
5. Μετά την περίπτωση ι’ της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ. 169/2007, όπως ισχύει, προστίθεται από 1ης Ιανουαρίου 2010 περίπτωση ια΄ ως εξής:
«ια. για το αγρονομικό προσωπικό, το επίδομα θέσης ευθύνης των διατάξεων της περ. β’, της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 3585/2007. Το επίδομα αυτό, δεν ενσωματώνεται στο συντάξιμο μισθό στην περίπτωση που καταβαλλόταν λόγω άσκησης καθηκόντων αναπλήρωσης προϊσταμένου».
6. α. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα του άρθρου αυτού έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν από την Υπηρεσία μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, αναπροσαρμόζονται οίκοθεν, από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο του άρθρου αυτού.
β. Το επίδομα της παρ. 5 του άρθρου αυτού υπόκειται σε κράτηση για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου.
Άρθρο 15
Συνταξιοδότηση αιρετών οργάνων
1. Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57Α΄) έχουν εφαρμογή για τους βουλευτές και τα αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, που λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη από το Δημόσιο, και βουλευτική αποζημίωση ή έξοδα παράστασης, αντίστοιχα.
2. Δήμαρχοι και πρόεδροι Κοινοτήτων που επιλέγουν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3833/2010 τα έξοδα παράστασης, διατηρούν το καθεστώς υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπάγονταν ως συνταξιούχοι, οι δε αναλογούσες κρατήσεις υπολογίζονται επί των εξόδων παράστασης και αποδίδονται, ανά μήνα, στον οικείο φορέα.
3. α. Τα αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, με εξαίρεση τους προέδρους νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, τους νομάρχες, τους δημάρχους, και τους προέδρους Κοινοτήτων, που επιλέγουν την καταβολή των εξόδων παράστασης αντί των αποδοχών της οργανικής τους θέσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40Α΄), εξακολουθούν να διέπονται από το ασφαλιστικό καθεστώς των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης, που είχαν πριν την εκλογή τους, οπότε και ο χρόνος θητείας τους, ως αιρετών οργάνων, θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία στη θέση από την οποία προέρχονται. Οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και παρακρατούνται από τα έξοδα παράστασης, αποδιδόμενες, ανά μήνα, στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς. Όπου προβλέπεται εργοδοτική εισφορά αυτή καταβάλλεται από το φορέα της οργανικής τους θέσης.
β. Η ασφαλιστική τακτοποίηση των προσώπων της παραγράφου αυτής για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν.3833/2010 μέχρι την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα ή ταμείου.
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής υπερισχύουν κάθε αντίθετης ρύθμισης.
Άρθρο 16
Συνταξιοδότηση υπαλλήλων της Βουλής
1.1. Για τον υπολογισμό της σύνταξης και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των υπαλλήλων της Βουλής, εφαρμόζονται από 01-01-2011 οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά για τους τακτικούς υπαλλήλους των Υπουργείων.
Ως μισθός για τον υπολογισμό της σύνταξής τους λαμβάνεται αυτός που προσδιορίζεται από τις οικείες διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής.
2.2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν έχουν εφαρμογή για τους υπαλλήλους της Βουλής που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31-12-2010, για τη συνταξιοδότηση των οποίων εφαρμόζεται το ισχύον έως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καθεστώς, ανεξαρτήτως του χρόνου συνταξιοδότησής τους.
Άρθρο 17
Λοιπές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις
1.1. Οι διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ.169/2007, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους πάσχουν από αιμορροφιλία τύπου Α’ ή Β’ ή μυασθένεια - μυοπάθεια, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.
2.2. Οι διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ.169/2007, όπως ισχύουν κάθε φορά, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα που υπάγονται στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του π.δ. 169/2007, καθώς και για τα πρόσωπα των διατάξεων των άρθρων 3 και 7 του ν. 2084/1992.
3.3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα στα οποία έχουν συντρέξει οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών κατά το παρελθόν και έχουν εξέλθει της υπηρεσίας πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καθώς και για τις οικογένειες όσων απ’ αυτούς έχουν πεθάνει. Οι συντάξεις των προσώπων του άρθρου αυτού, αναπροσαρμόζονται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων και τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης μήνα.
Άρθρο 18
Αναγνωριζόμενες υπηρεσίες
1.1. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 11 του π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 01.01.2011 και μετά, θεωρείται ως συντάξιμος χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση ενός μόνο πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, καθώς και ο χρόνος σπουδών, μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας, σε μέσες επαγγελματικές σχολές, ο οποίος είναι ίσος με τα κατά το χρόνο αποφοίτησης επίσημα ακέραια χρόνια σπουδών της οικείας σχολής, εφόσον ο χρόνος αυτός δεν λογίζεται συντάξιμος με βάση άλλες διατάξεις. Για τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας που λογίζεται συντάξιμος σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής ανέρχεται σε δύο (2) έτη. Ο ανωτέρω χρόνος σπουδών αναγνωρίζεται ως συντάξιμος εφόσον ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει υπηρεσία 12 ετών».
2.2. Η αναγνώριση και εξαγορά των χρόνων της προηγούμενης παραγράφου διενεργείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄)
3.3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 11 του π.δ. 169/2007, αντικαθίσταται ως εξής:
«Επίσης θεωρείται ως συντάξιμος χρόνος πραγματικής υπηρεσίας ο χρόνος άδειας άνευ αποδοχών ανατροφής παιδιών ηλικίας μέχρι 6 ετών, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά με βάση τις οικείες διοικητικές διατάξεις, με την προϋπόθεση της καταβολής από τον υπάλληλο των προβλεπόμενων ασφαλιστικών εισφορών».
4.4. Ο συνολικός χρόνος ο οποίος αναγνωρίζεται με βάση τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου αυτού, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου στρατιωτικής θητείας, δεν μπορεί να υπερβεί τα 7 έτη.
Ειδικότερα, ο χρόνος αυτός καθορίζεται κατ΄ ανώτατο όριο :
α) σε τέσσερα (4) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του έτους 2011.
β) σε πέντε (5) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του έτους 2012.
γ) σε έξι (6) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του έτους 2013 και
δ) σε επτά (7) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2014 και εφεξής».
5.5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα που ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά από 01-01-1993 και μετά σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου.
Άρθρο 19
Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και επικαιροποίηση ποσού αναλογιστικού ισοδυνάμου
1.1. Πρόσωπο του οποίου λήγουν τα καθήκοντα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες χωρίς να έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα από αυτές, δικαιούται να μεταφέρει στον Ελληνικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης που είχε υπαχθεί πριν την ανάληψη υπηρεσίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή που θα υπαχθεί μετά την λήξη των καθηκόντων του, το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο των δικαιωμάτων σύνταξης που έχει αποκτήσει στις Κοινότητες.
2.2. Η αίτηση μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων διαβιβάζεται από τη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον ή στους αρμόδιους ελληνικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, μέσω του Οργανισμού Σύνδεσης.
3.3. Ως Οργανισμοί Σύνδεσης, ορίζονται οι φορείς που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 2592/1998.
4.4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθορίζεται ο τρόπος μετατροπής του ασφαλιστικού στατιστικού ισοδυνάμου της παρ. 1 του άρθρου αυτού σε συντάξιμα έτη καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων.
5.5. Οι διατάξεις του γ΄ εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 2592/1998 (Α΄ 57), τροποποιούνται ως εξής:
«Ο ενδιαφερόμενος από την ημερομηνία που φέρει το εν λόγω έγγραφο κοινοποίησης πρέπει σε προθεσμία είκοσι τεσσάρων (24) μηνών να δηλώσει εγγράφως στον ελληνικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης, μέσω της Διοίκησης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εάν αποδέχεται τη μεταφορά του αναλογιστικού ισοδύναμου από το Ελληνικό Σύστημα στο Σύστημα Συνταξιοδότησης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»
6.6. α. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 2592/1998, αντικαθίστανται από 1-5-2004 ως εξής:
«5. Ο Οργανισμός Σύνδεσης κατά την πραγματική μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 10 του παρόντος νόμου, βεβαιώνει τόσο τη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και τον ενδιαφερόμενο ότι το μεταφερόμενο ποσό αποτελεί το αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οφείλονται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τους ελληνικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, στους οποίους είχε υπαχθεί ο υπάλληλος πριν από την είσοδό του στην υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι είναι απαλλαγμένο από κάθε είδους φόρο ή κράτηση».
β. Το ποσό του αναλογιστικού ισοδυνάμου το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 2592/1998, μεταφέρεται στο Συνταξιοδοτικό Σύστημα των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αναγωγή του στο χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, βάσει του Επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.
Ως χρόνος πραγματικής μεταφοράς νοείται η εξηκοστή 60ή ημέρα, από την ημερομηνία περιέλευσης της δήλωσης αποδοχής του ενδιαφερομένου στον Οργανισμό Σύνδεσης. Εάν η πραγματική μεταφορά διενεργηθεί μετά την 60ή ημέρα, ο Οργανισμός Σύνδεσης, μετά από ενημέρωσή του, πρέπει να υπολογίσει και μεταφέρει το επί πλέον ποσό.
Η κατά τα ανωτέρω αναγωγή διενεργείται από τον οικείο Οργανισμό Σύνδεσης και προκειμένου για περιπτώσεις που αφορούν ασφαλιστικά δικαιώματα κύριας σύνταξης και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γ.Λ.Κ., από τις Δ/νσεις Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής της Υπηρεσίας Συντάξεων, κατά περίπτωση.
γ. Ως χρόνος πραγματικής μεταφοράς:
i. για ποσά αναλογιστικού ισοδυνάμου που έχουν ήδη μεταφερθεί στο συνταξιοδοτικό σύστημα των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού, νοείται η εξηκοστή (60ή) ημέρα από την ημερομηνία της περιέλευσης στον Οργανισμό Σύνδεσης της έγγραφης γνωστοποίησης της περίπτωσης από την αρμόδια Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της σχετικής αίτησης του ενδιαφερόμενου και
ii. για δηλώσεις αποδοχής που έχουν περιέλθει στον Οργανισμό Σύνδεσης πριν από την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο, νοείται η εξηκοστή (60ή) ημέρα από την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού.
δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν για όσες αιτήσεις μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα στο σύστημα συνταξιοδότησης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν υποβληθεί από 1-5-2004 και μετά.
Άρθρο 20Έκταση εφαρμογής
Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων κατά το μέρος που αφορούν τους υπαγομένους στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α’).
Άρθρο 21Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.
Απόσυρση της αύξησης επιδομάτων
Μία ημέρα κράτησε το... θαύμα της αύξησης των επιδομάτων των χαμηλοσυνταξιούχων κατά 200 ευρώ τον χρόνο. Χθες το υπουργείο Εργασίας απέσυρε τη σχετική διάταξη που είχε συμπεριληφθεί στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο (άρθρο 67). Μάλιστα ο υφυπουργός Εργασίας, κ. Γιώργος Κουτρουμάνης, δήλωσε ότι η διάταξη μπήκε "εκ παραδρομής" και πως "δεν τίθεται θέμα περί ασυνεννοησίας σε πολιτικό επίπεδο και διαχωρισμών μεταξύ των υπουργών σε δήθεν καλούς και κακούς".
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 67 του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν αποδοχές κάτω από 820 ευρώ τον μήνα θα έπαιρναν δώρο Χριστουγέννων 500 ευρώ (από 400 ευρώ που όριζε ο Νόμος 3845/2010), δώρο Πάσχα 250 ευρώ (από 200 ευρώ) και επίδομα αδείας 250 ευρώ (από 200 ευρώ).
Προέκυπτε έτσι μία αύξηση των επιδομάτων 200 ευρώ τον χρόνο. Ομως, χθες το πρωί ο κ. Κουτρουμάνης γνωστοποίησε πως το ύψος των επιδομάτων θα παραμείνει στα 800 ευρώ κατ' έτος. "Η πρόθεσή μας είναι, και αυτό έχει εκφραστεί πολλές φορές, να βελτιώσουμε το ύψος του επιδόματος, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν, όχι όμως στην παρούσα φάση. Γι' αυτόν τον λόγο θα υπάρξει η αναγκαία διόρθωση στη Βουλή", είπε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε πως "τα περί ασυνεννοησίας σε πολιτικό επίπεδο και οι διαχωρισμοί μεταξύ των υπουργών, σε δήθεν καλούς και κακούς, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα" και προέβαλε ως επιχείρημα ότι ο υπουργός Εργασίας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Mega, την Πέμπτη, δήλωσε πως το επίδομα θα είναι 800 ευρώ, όπως αναφέρεται στο μνημόνιο.
Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου