Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Η Ελλάδα ζει στο κενό

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

Για να λειτουργήσει μια ευρωπαϊκή χώρα στις μέρες μας χρειάζεται έναν αστικό μύθο, ο οποίος να υπηρετείται όσο γίνεται αρμονικότερα από ένα ολοκληρωμένο σύστημα οικονομίας, παιδείας και κοινωνικής οργάνωσης. Η κατάρρευση της Ελλάδας αποδεικνύει την αναντιστοιχία του «εκσυγχρονιστικού μύθου» σε σχέση με τα υπόλοιπα τρία βασικά συστατικά, που διαμορφώνουν την δυναμική ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών.
Με άλλα λόγια, ο αστικός λόγος στην Ελλάδα εξελίχθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια μέσω κενών σημαινόντων. Δημοκρατία, εκσυγχρονισμός, ανεξάρτητες αρχές, αποκέντρωση, διαβούλευση, ισχυρή Ελλάδα κλπ, ήταν όροι δίχως σημαινόμενα στην ελληνική κοινωνία, ή ορθότερα, δίχως κοινά σημαινόμενα για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Ο πολιτικός λόγος υπήρξε μία ανερμάτιστη αερολογία. Σήμερα παρατηρώ το φαινόμενο....

να λαμβάνει δραματική διάσταση. Ξεκινώντας από την κυβέρνηση και διατρέχοντας όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος, βλέπω ο δημόσιος διάλογος να εξελίσσεται στο πλαίσιο απολύτως κενών σημαινόντων. Σχεδόν κανείς δεν ενδιαφέρεται οι όροι που διαχειρίζεται να σχηματίζουν έννοιες στο κοινωνικό σώμα. Ρητορεύουν δηλαδή δίχως να λένε τίποτε στο κόσμο.
Είναι πρόδηλο ότι τις περισσότερες φορές πολιτικοί, δημοσιογράφοι και δημοσιογραφούντες, όχι μόνον δεν καταλαβαίνουν οι ίδιοι τι λένε, αλλά ακόμη χειρότερα, «ψωνίζουν» όποιον όρο τους φαίνεται μοντέρνος, αντιεξουσιαστικός, ανατρεπτικός, υπερβατικός, προκλητικός, πιασιάρικος, της αγοράς κλπ και τον σημειώνουν ή εκστομίζουν, όχι για να δομήσουν άποψη ή να πείσουν για κάτι, αλλά για να προκαλέσουν εντύπωση ως προς την ταυτότητά τους. Κάπως έτσι φτάσαμε, για να εμφανίζεται κάποιος προοδευτικός, να πρέπει να αραδιάζει διάφορες φράσεις, οι οποίες δεν αρθρώνουν απολύτως κανέναν συνεκτικό λόγο. Ή, για να εμφανίζεται ως πατριώτης, να αναπαράγει εθνικιστικά στερεότυπα. Δομούν, δηλαδή, ρητορεία βασισμένη σε κάποιες λέξεις-κλειδιά που μπορούν να σημαίνουν, δηλαδή, τα πάντα δίχως να εννοούν απολύτως τίποτα – λέξεις που δεν μπορούν να ξεκλειδώσουν συνειδήσεις. Πρόκειται για κενό λόγο που υποκρύπτει την αδυναμία άρθρωσης μηνύματος στην βάση πολιτικών σχέσεων. Σχέσεων εξουσίας, δηλαδή.

Η συνοχή του πολιτικού λόγου βρίσκεται ακριβώς στην αλληλοσύνδεση μηνύματος και εξουσιαστικών σχέσεων από την μια πλευρά και από την άλλη στην δόμηση αυτού του λόγου στο πλαίσιο της κοινής εμπειρίας. Αυτήν την στιγμή τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ αναπτύσσουν μια μορφή ρητορείας απολύτως ξένη προς την πρόσφατη εμπειρία όλων των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτήν την χώρα. Μας κοροϊδεύουν κανονικά, δηλαδή, παράγοντας, αντί για πολιτικό λόγο, θόρυβο για να τους προσέξουμε και για να καλύψουν τον όποιο ουσιαστικό λόγο παράγεται εκτός του συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό αλληλοκατηγορούνται για την κοινή πολιτεία τους! Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα της αριστεράς πολιτεύονται στην βάση ελάχιστα διαφορετικών discourses, με ιδεολογικό μεν, αλλά επίσης δίχως πολιτικό περιεχόμενο, το οποίο ασφαλώς θα έπρεπε να συναρτάται με πρόταση, μέθοδο και γενικότερα μοντέλο εξουσίας. Όσο για την διάσπαρτη ακροδεξιά, θα είχα να παρατηρήσω απλώς ότι πέραν της γνωστής επιχείρησης θυματοποίησης του έθνους που ταυτίζουν με τον λαό, δεν έχουν να επιδείξουν καμία απολύτως ολοκληρωμένη άρθρωση της λαϊκιστικής τους διαλέκτου.

Αυτήν την στιγμή δηλαδή, τα λόγια που διαχέονται από το πολιτικό σύστημα στην κοινωνία μέσω όλων των μορφών των ΜΜΕ, δεν θα μπορούσαν με κανέναν τρόπο να θεωρηθούν πολιτικός λόγος με την αυστηρή έννοια αυτού του πολιτικού φαινομένου. Είναι απλώς ανούσια ρητορεία, αποσκοπούσα στην συντήρηση ταυτοτήτων και τίποτε άλλο. Είναι ένα απολύτως θολό κατασκεύασμα, συντεταγμένο μάλλον για να διασκεδάσει πραγματικές εξουσιαστικές σχέσεις που υπηρετούνται και αναπαράγονται από τις ηγεσίες και τους μηχανισμούς των κυρίαρχων πολιτικών φορέων και όχι έκφραση της (ανα)τοποθέτησης αυτών των κομμάτων απέναντι στην δυναμική αυτών των σχέσεων, όπως αναπτύσσεται στη συγκυρία. Τα μεν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ επιχειρούν εναγωνίως να ουδετεροποιήσουν τον ρόλο τους στην αναπαραγωγή του καθεστώτος που δημιούργησε την κρίση στην χώρα, τα δε κόμματα της αριστεράς διαγκωνίζονται μεταξύ τους ως προς το ποιο θα εμφανίσει την πλέον φιλεργατική και αντικαπιταλιστική ταυτότητα.

Έτσι η πολιτική πρακτική εκχυδαΐζεται απολύτως. Ο πολίτης παραμένει σαστισμένος μπροστά στην οθόνη, δίχως να αντιλαμβάνεται ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα μιας ενδεχόμενης δυναμικής δράσης του. Και κάπως έτσι, αντί η κρίση να μεταβληθεί σε ευκαιρία για την ανάπτυξη ενός κινήματος ανατροπής του καθεστώτος της μεταπολίτευσης, καταλήξαμε να διαχωρίζεται η κοινωνία παραμορφωτικά μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν το μνημόνιο και εκείνων που είναι αντίθετοι σε αυτό. Αυτή η «διαλεκτική»-διχοτόμηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόδειξη της κενότητας του πολιτικού λόγου στην χώρα, η οποία με την σειρά της δημιουργεί σκέψεις ως προς το αν θα μπορέσει η ελληνική κοινωνία να αντιδράσει ως προς τα πραγματικά αίτια που διαμόρφωσαν την κρίση για να νομιμοποιήσουν τον εγκλωβισμό της Ελλάδας στον κεντρικό μηχανισμό του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Δίχως πολιτικό λόγο η Ελλάδα θα βρίσκεται στο κενό και θα κινδυνεύει για τα επόμενα χρόνια να βιώνει την μία κρίση μετά την άλλη. Ο κενός πολιτικός λόγος ήταν αυτός που διέλυσε την παραγωγική βάση της χώρας και αργότερα εξοβέλισε κάθε πιθανότητα ανταγωνιστικής διάρθρωσης της οικονομίας. Η κοινωνία σήμερα φτωχοποιείται και η χώρα βουλιάζει μέσα στην ύφεση και τον στασιμοπληθωρισμό, επειδή ακριβώς ο αστικός μύθος στην χώρα δεν αντιμετώπισε ποτέ στα σοβαρά το κοινωνικό μοντέλο σε σχέση με την πραγματική οικονομία και την παιδεία, αλλά ούτε είδε ποτέ την χώρα στην πραγματικότητα ως μία αυτόνομη οντότητα εντός της ΕΕ, που έπρεπε να επιβιώσει μέσω ανταγωνιστικών μορφών κρατικής και ιδιωτικής δράσης. Δεν υπήρξε απολύτως καμία ευρωπαϊκή στρατηγική της χώρας πέραν της διάθεσης προσαρμογής στον κεντροευρωπαϊκό άξονα – στα λόγια φυσικά και με δουλική πονηράδα και όχι με όρους ανταγωνιστικής σύγκλησης. Έτσι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ενώ η χώρα εμφανιζόταν να συγκλίνει προς τους αριθμητικούς μέσους όρους των χωρών της «παλαιάς Ευρώπης», στην πραγματικότητα η κοινωνία δημιουργούσε δυναμικό απόκλισης, πορευόμενη σε πολιτικό κενό, εντός του οποίου σήμερα κατακρημνίζεται.

Αντί, λοιπόν, οι φορείς του πολιτικού συστήματος να φλυαρούν και να σαχλαμαρίζουν, ρητορεύοντας «μνημονιακά» ή «αντιμνημονιακά», ίσως θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι ήρθε ο καιρός να αρθρώσουν πραγματικό πολιτικό λόγο. Να πουν με δυο λόγια με ποια μέθοδο εξουσίας, στην βάση ποιων πολιτικών συμμαχιών και με ποιο υλικό προτείνουν να αναδομηθεί η χώρα. Εάν είναι δυνατόν με την υφιστάμενη πολιτειακή οργάνωση να δημιουργηθούν καινούριες πολιτικές και κοινωνικές δομές, ή όχι. Και αν όχι, με ποιο πολιτειακό σύστημα θα μπορούσε να βγει από το τέλμα η πολιτική διαδικασία. Πώς θα στηθεί εκ νέου η παραγωγική βάση, με τι είδους παιδεία θα υπηρετηθούν νέες οικονομικές σχέσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εκκίνηση μιας νέας μορφής ανάπτυξης, ορίζοντας μια νέα ισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στην χώρα.

Αν δεν δώσεις μέσω του πολιτικού λόγου μια σαφή αγωνιστική προοπτική στον πολίτη και δεν του παρέχεις τουλάχιστον το περίγραμμα της νέας ηγεσίας που θα μπορούσε να υπηρετήσει αυτή την προοπτική, πώς θέλεις να ενεργοποιηθεί; Αυτό είναι τούτο που αποκαλούσαμε παλαιότερα «όραμα».

Η φτωχοποίηση από μόνη της δεν παράγει κοινωνική συνείδηση, ούτε ασφαλώς κοινωνικό ρεύμα ανατροπής του καθεστώτος, που αντικατέστησε τον ρόλο των κοινωνικών συμβολαίων με μνημόνια με την πολιτικοοικονομική ελίτ της παγκοσμιοποίησης. Η κοινωνική συνείδηση διαμορφώνεται στην βάση μιας συγκεκριμένης μορφής προβληματοποίησης των γεγονότων, που συνδέονται με την κρίση, μέσω προφανώς μίας συνεκτικής political discourse, η οποία θα περιθωριοποιεί τις δυνάμεις εκείνες που ουδετεροποιούν την λειτουργία κράτους και της αγοράς στην διαμόρφωση των όρων αυτής της κρίσης, ενώ παράλληλα καθορίζουν ποιοι θα είναι νικητές και ποιοι ηττημένοι αύριο.

Επιτέλους, ας αντιληφθούμε ότι στην αλληλοσύνδεση των δραστηριοτήτων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, διαμορφώνεται η φύση των εξουσιαστικών σχέσεων στην χώρα. Η δημόσια δαπάνη, για παράδειγμα, αποτελεί ιδιωτικό έσοδο. Η μέθοδος και το αποτέλεσμα αυτής της μετατροπής προδίδει και την εξουσιαστική φύση του ελληνικού κράτους. Οι μεγάλες περικοπές στους προϋπολογισμούς συμπιέζουν προφανώς τον ιδιωτικό τομέα, αλλά αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα, αν δεν εξετάσουμε τους πολιτικούς όρους με τους οποίους συμβαίνει και το αποτέλεσμα αυτής της συμπίεσης στα ιδιαίτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Πώς, δηλαδή, γίνεται νέα ταξική διαστρωμάτωση στην χώρα αυτήν την περίοδο.

Ε, επ’ αυτών των όρων θα έπρεπε να γίνεται συζήτηση σήμερα και όχι εάν ο καπιταλισμός είναι καλό ή κακό πράγμα και εάν οι ξένοι ζήλεψαν την απότομη αύξηση στο «μπόι» μας και αποφάσισαν να μας κοντύνουν. Δίχως τελικά πολιτικό λόγο, κίνημα δεν μπορεί να υπάρξει κι έτσι θα περιοριστούμε σ’ ένα θέατρο του πολιτικού παραλόγου, που προσδίνει φυσικότητα στις νέες μορφές εκμετάλλευσης που εμπεδώνονται σιγά-σιγά στην ελληνική κοινωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: