Δόθηκε πριν λίγες μέρες στη δημοσιότητα το τελικό κείμενο του νομοσχεδίου για την αναδιάρθρωση του ΟΣΕ και των εταιρειών του ομίλου του, το οποίο με πρωτοφανή τρόπο αποδομεί το εργασιακό καθεστώς των εργαζομένων του.
Κατ’αρχάς πρέπει να επισημανθεί οτι μειώνονται, υπό οιαδήποτε εκδοχή και σε σημαντικότατο βαθμό, οι αποδοχές των εργαζομένων του ΟΣΕ και των εταιρειών του. Μειώνονται είτε παραμείνουν στη ίδια εταιρεία είτε μεταφερθούν σε άλλο εργοδότη, ακριβώς γιατί αυθαίρετα και χωρίς καμιά εξήγηση οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν θεωρούν ως «τακτικές αποδοχές» αυτές που καταβάλλονταν κάθε μήνα και επί σειρά ετών, δηλαδή τις αποδοχές που προκύπτουν από ισχύοντες Κανονισμούς, όπως ο Κανονισμός Δευτερευουσών Απολαβών. Οι μειώσεις αυτές μπορούν να φθάσουν ακόμη και το 30 % των μηνιαίων αποδοχών μας. Αγνοούν επιδεικτικά όμως ότι αυτές δεν καταβάλλονται χαριστικά, αλλά αποσκοπούν στην αποκατάσταση της καταπόνησης ειδικών κατηγοριών εργαζομένων και της επικινδυνότητας που περικλείει η άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας που οδήγησε μάλιστα σε σημαντικό αριθμό θανάτων τα τελευταία χρόνια.
Οι παραπάνω αλήθειες αγνοούνται παντελώς από τους συντάκτες του ΣχΝ που προχωρούν.....
αδιάκριτα στην πιο σημαντική συρρίκνωση δικαιωμάτων εργαζομένων που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια.
Οι διατάξεις του νομοσχεδίου χαρακτηρίζονται στη συνέχεια από τη διάθεση να καθιερώσουν την αυθαιρεσία. Επανειλημμένα γίνεται αναφορά στην «ανέλεγκτη κρίση» των Διοικητικών Συμβουλίων των διαφόρων εταιρειών, τα οποία γίνεται προσπάθεια να μπορούν να αποφασίζουν χωρίς κανένα περιορισμό. Αυτή η νομοθετική επιλογή διαπιστώνεται ενδεικτικά στο άρθρο 16 παρ. 4, στο άρθρο 17 παρ. 2, και στο άρθρο 17 παρ. 5 του νομοσχεδίου. Αντί να καθιερωθούν κριτήρια τα οποία θα αποτρέψουν τις αυθαίρετες επιλογές των κατά περίπτωση Διοικητικών Συμβουλίων, η μόνη φροντίδα των συντακτών του νομοσχεδίου είναι να ορίσουν οτι η κρίση τους δεν ελέγχεται, προφανώς από τα αρμόδια Δικαστήρια. Μια τέτοια προσπάθεια καλλιεργεί την αδιαφάνεια των επιλογών της εργοδοσίας, είναι αντίθετη με τις αρχές του Κράτους δικαίου και της δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 Σ) και είναι βέβαιο οτι θα κριθεί αντισυνταγματική.
Διαπιστώνεται επίσης η επιλογή των συντακτών του νομοσχεδίου να απομακρυνθούν οι μεγαλύτερη σε ηλικία εργαζόμενοι από την εταιρεία στην οποία εργάζονται και στην οποία επί έτη προσέφεραν τις υπηρεσίες τους. Προβλέπεται έτσι στο άρθρο 16 παρ. 4 του νομοσχεδίου οτι οι εργαζόμενοι με μεγάλη προϋπηρεσία είναι εκείνοι που κατά προτίμηση απομακρύνονται. Μια τέτοια ρύθμιση αποτελεί σαφώς απαγορευόμενη από την κοινοτική νομοθεσία έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία), αφού οι εργαζόμενοι με μεγαλύτερη προϋπηρεσία είναι εκείνοι που κατά τεκμήριο είναι και μεγαλύτερης ηλικίας. Οι εργαζόμενοι δεν είναι όμως «τα άλογα που τα σκοτώνουν όταν γεράσουν». Είναι άτομα που έχουν επιμορφωθεί, έχουν προσφέρει και έχουν ακόμα να προσφέρουν, αξιώνοντας να μην είναι αντικείμενα «για πέταμα».
Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου δεν σέβονται περαιτέρω, σε πολλές περιπτώσεις, την επαγγελματική αξιοπρέπεια των εργαζομένων. Επιτρέπουν να τοποθετηθούν σε μόνιμη βάση εργαζόμενοι σε οποιαδήποτε θέση εργασίας, ακόμη και αν αυτή είναι κατώτερη από αυτή που μέχρι τότε κατείχαν ή κατώτερη των προσόντων τους (άρθρο 16 παρ. 5, άρθρο 17 παρ. 2). Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται σαν εμπόρευμα προς απόσυρση, χωρίς την παραμικρή μέριμνα για την προστασία των συμφερόντων τους. Θα πρέπει να γίνει, όμως αντιληπτό ότι οι εργαζόμενοι είναι πολίτες που αγαπάνε την εργασία τους και έχουν προσφέρει σε αυτήν. Δεν υπάρχει καμιά φροντίδα να μην απαξιωθεί το επαγγελματικό τους κεφάλαιο, να γίνει σεβαστή η αξιοπρέπειά τους και να μην παραβιασθεί το συνταγματικά προστατευόμενο κοινωνικό δικαίωμα εργασίας τους.
Αυτή η κακή βούληση του συντάκτη του νομοσχεδίου φθάνει μάλιστα και σε ακραία όρια. Ακόμη και αν η θέση που προσφέρεται στον υπό μετάταξη μισθωτό είναι κατώτερη των προσόντων του, θεωρείται οτι παραιτείται και δεν του καταβάλλεται η παραμικρή αποζημίωση (άρθρο 16 παρ. 8). Επί πλέον για να αποκλείσει τη δυνατότητα να εκφράσει επιφύλαξη ο εργαζόμενος και να ζητήσει στη συνέχεια την προστασία των Δικαστηρίων, το νομοσχέδιο προβλέπει οτι η συνέχιση της απασχόλησης θεωρείται αμάχητα ως αποδοχή των βλαπτικών μεταβολών. Αυτός ο φόβος για τη κρίση των Δικαστηρίων σε περίπτωση αυθαιρεσιών των διοικήσεων μαρτυρά την ενοχή των συντακτών του νομοσχεδίου και τη βούλησή τους να καλλιεργήσουν την ανομία. Όμως οι ρυθμίσεις αυτές είναι ακραία αντισυνταγματικές και αντίθετες με την αρχή της παροχής δικαστικής προστασίας, πράγμα που προφανώς δεν φαίνεται να απασχολεί.
Εκεί όμως που διαπιστώνεται η πιο μεγάλη επίθεση είναι στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Στην ουσία οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καταργούνται και αντικαθίστανται από τη νομοθετική ρύθμιση. Με άλλα λόγια όλο το πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων καταλύεται αυθαίρετα. Τελείως υποκριτικά καθιερώνεται μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, η οποία όμως δεν αποτελεί παρά το άλλοθι μιας προσχεδιασμένης απορρύθμισης και καταστρατήγησης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Προβλέπεται ρητά οτι η διαδικασία διαπραγμάτευσης δεν θα διαρκέσει περισσότερο από 15 ημέρες, ενώ είναι αυτονόητο οτι σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι αδύνατο να ολοκληρωθεί οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, ιδιαίτερα αυτού του εύρους. Μάλιστα αποκλείεται οποιαδήποτε παρέμβαση ανεξάρτητου τρίτου, όπως ενός μεσολαβητή, ο οποίος θα μπορούσε να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις. Στόχος του νομοσχεδίου δεν είναι η επιτυχία των διαπραγματεύσεων, αλλά η επιβολή λύσεως από το νομοθέτη ερήμην των εργαζομένων. Η υιοθετούμενη διαδικασία δεν σέβεται τη συνταγματική αρχή της συλλογικής αυτονομίας, την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και την αρχή της καλόπιστης διαπραγμάτευσης. Ο συντάκτης του νομοσχεδίου όχι μόνο είναι αντεργατικός και καταλύει χωρίς ενδοιασμό μακρόχρονες κατακτήσεις, αλλά είναι και ανειλικρινής, αφού δεν έχει το θάρρος να εκδηλώσει ελεύθερα τις προθέσεις του και φανερώνει χαμηλού επιπέδου υποκρισία.
Όμως σύμφωνα με τις βασικές αρχές της συλλογικής διαπραγμάτευσης, όπως ερμηνεύθηκαν δημιουργικά από την Επιτροπή Συνδικαλιστικής Ελευθερίας του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, τα κρατικά όργανα οφείλουν να απέχουν και να μην παρεμβαίνουν για να τροποποιούν το περιεχόμενο των συμβάσεων που συνάπτονται ελεύθερα (Συλλογή αποφάσεων Επιτροπής Συνδικαλιστικής Ελευθερίας 2006, παρ. 1001). Η αναστολή, χωρίς τη συμφωνία των μερών, των συμβάσεων που έχουν συναφθεί, είναι αντίθετη με τις αρχές της ελεύθερης εκούσιας συλλογικής διαπραγμάτευσης, οι οποίες προστατεύονται από το άρθρο 4 της ΔΣΕ 98 (Συλλογή αποφάσεων Επιτροπής συνδικαλιστικής ελευθερίας 2006, παρ. 1008). Αβίαστα λοιπόν προκύπτει ότι η βίαιη κατάργηση όλων χωρίς εξαίρεση των συμβάσεων που συνήφθησαν ελεύθερα μεταξύ των συνδικαλιστικών μας οργανώσεων και των Διοικήσεων, τροποποιώντας με καθοριστικό τρόπο τις εργασιακές σχέσεις στην επιχείρησή μας αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, μια πράξη παρέμβασης στις συλλογικές συμβάσεις και μια προσβολή της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Μάλιστα σε ένα σημείο φθάνει ακόμη και να απαγορεύσει, μετά την κατάργηση, σε μόνιμη βάση, δηλαδή εις το διηνεκές, τη συλλογική διαπραγμάτευση. Στο άρθρο 19 του ΣχΝ απαγορεύεται έτσι να συμφωνηθεί, και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, ρύθμιση η οποία θα προβλέπει ευνοϊκότερες ρυθμίσεις από εκείνες που προβλέπονται στο γενικό νόμο, ως προς τα ζητήματα των αποζημιώσεων καταγγελίας. Η παραβίαση των κανόνων της νομιμότητας και αναλογικότητας προκύπτει αβίαστα και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από κανένα ψευδεπίγραφο δημόσιο συμφέρον.
Τέλος οι συντάκτες του νομοσχεδίου φθάνουν μάλιστα σε σημείο να καταλύσουν ακόμη και ατομικού χαρακτήρα συμβατικές σχέσεις, προσβάλλοντας έτσι περιουσιακά δικαιώματα και κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα που προστατεύονται από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο σαρωτικός χαρακτήρας των επιδιωκώμενων αλλαγών δεν έχει προηγούμενο.
Η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος από τους εμπνευστές του νομοσχεδίου είναι όμως απαράδεκτη και υποκριτική. Τα όποια οικονομικά ελλείμματα δεν είναι αποτέλεσμα της δικής μας δραστηριότητας. Οφείλονται στην κοινωνική τιμολογιακή πολιτική που ορθά υιοθετούσαν οι διοικήσεις του ΟΣΕ, αλλά κυρίως στη διαχρονική κακοδιαχείριση και στην έλλειψη προγραμματισμού. Αυτά όμως δεν είναι δυνατόν να ρίχνονται στις δικές μας πλάτες, αλλά ανήκουν σε εκείνους που είχαν την ευθύνη των επιλογών. Η επίκληση λοιπόν του δημοσίου συμφέροντος δεν βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με τη καταπάτηση των εργασιακών μας δικαιωμάτων και την επιβολή ενός νέου εργασιακού Μεσαίωνα. Ο σκληρός πυρήνας του κοινωνικού κράτους, δηλαδή της ίδιας της σύγχρονης δημοκρατίας, απειλείται με τις επιχειρούμενες αλλαγές ευθέως.
Τέλος θα πρέπει να είναι σε όλους σαφές ότι οι επιχειρούμενες αλλαγές δεν αφορούν μόνο τους εργαζομένους του ΟΣΕ, αλλά το σύνολο των εργαζομένων της χώρας. Ο ΟΣΕ δεν αποτελεί παρά το πείραμα, το οποίο, εάν τυχόν πετύχει, είναι προφανές και θα εφαρμοσθεί και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, δυστυχώς όχι λίγες, στις οποίες οι κυβερνώντες θα προσπαθήσουν να καταλύσουν το κοινωνικό κεκτημένο. Το κοινωνικό κράτος δυστυχώς απειλείται ευρύτερα πράγμα που πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους τους ενεργούς Έλληνες πολίτες, από όλους τους εργαζόμενους και προς τους οποίους απευθυνόμαστε.
Το Σωματείο μας με συνείδηση της κρισιμότητας των περιστάσεων, διαμαρτύρεται έντονα για την επιχειρούμενη παρέμβαση στα κοινωνικά μας δικαιώματα και καθιστά σαφές ότι θα χρησιμοποιήσει με αίσθημα ευθύνης όλα τα νόμιμα μέσα, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, για να αποτρέψει το τραγικό, στην κυριολεξία, εγχείρημα.
ΓΙΑ ΤΗΝ Π.Ε.Π.Ε.(Μηχανοδηγοί)
Ο Πρόεδρος Ο Γεν.Γραμματέας
ΕΠΑΜ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛ. ΤΟΥΡΛHΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου