Γράφει η Ελένη Καρασαββίδου
Όταν ήμασταν μικρά παιδιά και πρωτομπήκαμε στον χώρο της «κοινοβουλευτικής» πολιτικής (είναι μία ξέχωρη κατηγορία αφού τα κόμματα που την ακολουθούν, παρά τις διαφορετικές ποιότητες και ποσότητες, ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες ώστε να εξαντλούν τα περιθώρια διαμονής τους στα έδρανα) «συνασπιζόμενες» κι εμείς με τόσες άλλες «συνιστώσες», είχαμε δώσει μία υπόσχεση ως δείγμα σεβασμού στην (ιδεατή) ιδεολογία των «αντιεξουσιαστικών φεμινιστικών» μας χώρων. Να προσπαθούμε να παρεμβαίνουμε αλλά να μην πάρουμε θώκους. Να έχουμε την ευθύνη της πράξης και του λόγου μας και όχι το πειθήνιο της καριέρας και της εξισορρόπησης. Υπέροχες κι Αναγκαίες Απλουστεύσεις. Δεν τα καταφέραμε πάντα. Ερωτευτήκαμε τους χώρους και την προσπάθεια και δίναμε πάντοτε ευκαιρίες.
Μέχρι χθες.
Κακά τα ψέματα, κυρίως (αλλά όχι μόνο!) γυναίκες είδα να ακολουθούν αυτόν τον δύσβατο δρόμο. Ένας όμως από τους άνδρες που παρατήρησα να το κάνει ήταν ένας από τους από τους «θρύλους» της αριστεράς. Ο Λάκης Σάντας. Έδινε την εντύπωση του αποτραβηγμένου μα ήταν παρόν. Έδειχνε αηδιασμένος από το τσίρκο των «πολιτικών» εκπροσώπων.....
παραμένοντας βαθύτατα πολιτικός. Και πάνω απ όλα απόμακρος απ οποιαδήποτε εξαγορά της ιστορίας του, απ οποιονδήποτε «ενδοαριστερό» θώκο. Τον Σάντα δεν τον γνώρισα καλά. Γνώρισα όμως, λίγο περισσότερο, την Τζο, την υπέροχη κόρη. Μία δυναμική κι ερωτεύσιμη γυναίκα. Όταν ήρθε η στιγμή «τα βρόντηξε» δίχως να κλείσει την πόρτα. Έφυγε από την «Κουμουνδούρου» δίχως να φύγει από τους και τις συντρόφους της οριστικά.
Αλλά ο Λάκης Σάντας, που χαμογελούσε σε κάθε χειραψία μαζί του, παρέμενε πάντοτε ο θλιμμένος στο βάθος αγωνιστής που χε στοιχηματίσει να δημιουργήσει «με έξοδα προσωπικά», όχι με έξοδα άλλων…, μία άλλη Ελλάδα κι έναν άλλον κόσμο. Παρέμενε ο άνθρωπος που, μαζί με τον Γλέζο, είχαν κατεβάσει τη ναζιστική σημαία μια νύχτα από την Ακρόπολη…σε μια κορυφαία στον συμβολισμό της πανευρωπαϊκά κίνηση αντίστασης στο φασισμό. Στον πολυώνυμο φασισμό που επιστρέφει ντυμένος πίσω από χώρους διάφορους και, αν τον Δαναό, με «ωραία δώρα», όπως ποτέ πριν.
Έτσι τιτλοφορείται το βιβλίο του «Μια Νύχτα στην Ακρόπολη». Και θα ναι, που αλλού;, στο αίθριο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, που την Δευτέρα στις 8 θα το παρουσιάσει. Με ένα πάνελ εμφανώς επιλεγμένο από τον εκδοτικό οίκο για λόγους ευνόητους (αφού ο Σάντας ήταν μακριά απ όλα αυτά) μας καλεί να μοιραστούμε όχι μόνο το σθένος μιας (διαρκώς επίκαιρης) πράξης, αλλά και την δύναμη μιας γης. (Ίσως όποιος/α έχει μία ποσότητα αισθαντικότητας και βαδίσει με γυμνά πέλματα στην Αττική γη, και νιώσει ν αναβλύζει Φως κι όχι νερό, θα καταλάβει γιατί παρά την διαρκή κι απίστευτη κακοποίησή της αυτή η γη παρήγαγε κάποτε τέτοιον πολιτισμό…Ίσως θα καταλάβει την ρήση πως κι απ την Χιλή να κατάγεσαι αν αγαπάς τον τελευταίο έχεις την Αττική για πατρίδα…)
Ο Σάντας είναι παιδί αυτής της γης (κι όλης της γης) με έναν πολύ ουσιαστικό τρόπο. Αντέστρεψε την έννοια της «επιτυχίας» (εσωτερίκευοντάς την όπως σε κινήματα της αρχαιότητας, που όσο η Αθήνα έγινε Ρώμη κι η ρώμη Ουάσιγκτον κι από κει όπου γης ξεχάστηκαν…) με έναν τρόπο που μπορώ να τον καταλάβω, ευτυχώς. Σε ένα θεατρικό που θα έγραφα αν δεν τα έγραφα όλα στο πόδι σκεφτόμουν έναν διάλογο μεταξύ των δυο επιτυχιών. Όπου η τροτέζα θα έλεγε «εγώ πέτυχα αυτό, έγινα αυτό, δούλεψα εκεί, πήρα αυτό». Κι η άλλη θα χαμογελούσε και θα έλεγε «εγώ πέτυχα πολύ πιο πολλά στη ζωή μου καλή μου. Παρόλο που μπορούσα αφού γύριζα στις «παρυφές», δεν έγινα κλέφτης, δεν έγινα ρουφιάνος, δεν έγλυψα, δεν κιότεψα» και δεν ξέχασα τα αληθινά σημαντικά! Αυτός είναι ο Λάκης Σάντας.
Καμιά φορά βρισκόμαστε κάποιες από τα κινήματα από τα παλιά. Λέμε πως ακόμη κι αύριο να πεθάνουμε τουλάχιστον θα έχουμε αφήσει ένα καταφύγιο κακοποιημένων γυναικών, ένα από αυτό κι ένα από εκείνο. Τρία τέσσερα πράγματα για αυτούς που μέλλονται για να ρθουν. Τέλος. Και η ατάκα είναι βέβαια, πως (αν ποτέ λειτούργησαν όπως έπρεπε) τότε (κι ίσως και τώρα…) θα τα κλείσουν κι αυτά.
Την Δευτέρα το βράδυ όμως ο Σάντας θα παρουσιάσει μία ιστορία που δεν μπορεί να την κλείσει κανείς. Ευγενικός μα απόμακρος μέσα «στο πάνελ» για να «πει» έστω και στο τέλος λίγα από αυτά που θα ήθελε να πιει, ανταλλάσσοντας εκείνα τα «μυστικά βλέμματα» με τους «στενεμένους» αγωνιστές ιδίως της γενιάς του. Αντιπρόσωπος εκείνης της άλλης Ελλάδας κι εκείνης της άλλης ανθρωπότητας που (μέσα στους νικητές που έχουν καταλυθεί δίχως να το χουν πάρει χαμπάρι) ακόμη κι αν ηττηθεί δεν πρόκειται να καταλυθεί. Λάκη Σάντα σε τιμούμε! «Μια νύχτα στην Ακρόπολη…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου