Του Παναγιώτη Στάθη
Μπαράζ δικαστικών πυρών δέχονται πλέον οι κυβερνητικές ανακοινώσεις για νέα οικονομικά μέτρα αφού ήδη κατατέθηκε από δικηγόρο της Αθήνας η πρώτη προσφυγή κατά της έκτακτης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και η δεύτερη κατά του ετήσιου τέλους επιτηδεύματος.
Πιθανότατα αύριο σχετική προσφυγή θα καταθέσει και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών που θα την αναρτήσει και στο διαδίκτυο ώστε να αποτελέσει τον μπούσουλα για σχετικές προσφυγές πολιτών ενώ παράλληλα με αίτημά του θα ζητήσει να γίνει δίκη εξπρές με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης ώστε με μια απόφαση να επιλυθούν όλες οι προσφυγές από την Ολομέλεια του ΣτΕ. Αναμένεται μάλιστα να υποβληθούν δεκάδες προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Η πρώτη προσφυγή υπογράφεται από τον δικηγόρο Αθηνών Άγγ. Τιγκρή και στρέφεται κατά της απόφασης του υπουργού Οικονομικών που καθορίζει τη «διαδικασία για την βεβαίωση και είσπραξη της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες και του τέλους επιτηδεύματος». Τη χαρακτηρίζει δε αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ καθώς παραβιάζει τις αρχές της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών της φορολογικής ισότητας και της νομιμότητας του φόρου αφού παρανόμως-όπως λέει- το τέλος επιτηδεύματος συνιστά φόρο:
«Το τέλος επιτηδεύματος έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φόρου και συγκεκριμένα πρόκειται για χρηματική, υποχρεωτική και οριστική οικονομική επιβάρυνση των φορολογουμένων, επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών, προς το κράτος προς εκπλήρωση δημοσίου σκοπού που πραγματοποιείται με βάση προνόμια δημόσιας εξουσίας και η οποία δίνεται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα. Σε κάθε περίπτωση η έλλειψη ειδικού ανταλλάγματος, η οποία συνιστά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ φόρου και ανταποδοτικού τέλους, φανερώνει την πραγματική φύση του επιβαλλόμενου τέλους επιτηδεύματος ως φόρου».
ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Ο δικηγόρος και προσφεύγων αναφέρεται και σε αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις οποίες «μια οικονομική επιβάρυνση έχει το χαρακτήρα φόρου και όχι τέλους, ακόμη και αν ονομάζεται έτσι, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ειδικό αντάλλαγμα από το κράτος ή άλλο δημόσιο φορέα».
Επισημαίνει δε πώς πρόκειται ουσιαστικά για κεφαλικό φόρο ο οποίος όμως παραβιάζει την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας καθώς οι πολίτες «θα πρέπει να φορολογούνται ανάλογα με τις δυνάμεις τους, δηλαδή τη φοροδοτική τους ικανότητα και όχι με κριτήρια, όπως για παράδειγμα ο τόπος εγκατάστασής τους, τα οποία δεν είναι κατάλληλα και αντικειμενικά για την ανεύρεση της φοροδοτικής τους ικανότητας». Έτσι αναφέρει ένα παράδειγμα πώς π.χ, δύο φορολογούμενοι, οι οποίοι έχουν διαφορετική φοροδοτική ικανότητα (για παράδειγμα ο ένας έχει 20.000 ευρώ έσοδα και ο άλλος 200.000 ευρώ έσοδα), θα επιβαρυνθούν με το ίδιο ακριβώς ποσό, 400 ευρώ εάν είναι εγκατεστημένοι στην Αθήνα.
Η προσφυγή καταλήγει πώς το ύψος των νέων έκτακτων φόρων είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογούμενων και ενδέχεται οι φορολογούμενοι να στερηθούν την ιδιοκτησία τους, αφού για να καταβάλουν το ποσό των αμφισβητούμενων φόρων, θα πρέπει να προβούν στη λήψη μέτρων (π.χ. λήψη δανείων), ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με την υποχρέωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας τους, όπως για παράδειγμα επιβολή κατάσχεσης στην ακίνητη περιουσία
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου