Γράφει ο Χάρρυ Κλύνν
Όταν μου ανήγγειλαν το θάνατό μου ομολογώ δε μπόρεσα να το συνειδητοποιήσω, ήμουν δεν ήμουν 12 χρόνων και το μυαλό μου το είχα περισσότερο στα παιχνίδια και στα κοριτσάκια.
«Αργότερα που θα μεγαλώσεις θα καταλάβεις» μου είπε η μάνα μου και συνέχισε το μοιρολόι της, ένα μακρόσυρτο μανιάτικο μοιρολόι σαν κι αυτό που διασκεύασε ο Yianni στο τελευταίο CD του.
Ο πατέρας μου ήταν πιο συγκρατημένος. Παρέμενε βουβός και ανέκφραστος με τα μάτια του ... κατεβασμένα και τα μαλλιά αχτένιστα να πέφτουν στο μέτωπό του. Για πρώτη φορά έβλεπα το πατέρα μου αχτένιστο. Πρωτοφανές! Το μαλλί για τον πατέρα μου ήταν σημείο αναφοράς στην αξιοπρέπεια, στο σεβασμό και στις αξίες της ζωής γενικότερα. Κάθε βράδυ λίγο πριν κοιμηθεί βούρτσιζε τα μαλλιά του με μια βούρτσα που είχε ασημένια λαβή με το μονόγραμμα του. Μετά τα άλειβε με μια κρέμα που μύριζε τριαντάφυλλο, ιδιοκατασκεύασμα, της μάνας μου, τα έδενε προσεκτικά με το «φιλεδάκι», κούμπωνε το επάνω κουμπί της πιζάμας του και σήκωνε τα μάτια του προς το ταβάνι ενώ ένα ακατάληπτο μουρμούρισμα έβγαινε από τα χείλη του.
«Κάνει την προσευχή του… Μιλάει με το Θεό» απάντησε η μάνα μου όταν τη ρώτησα, «τι κάνει ο πατέρας;»
Εγώ, όσες φορές προσπάθησα να μιλήσω με το Θεό δεν τα κατάφερα. Γι αυτό ευχόμουν να πεθάνει όσο γίνεται πιο γρήγορα ο πατέρας μου για να του πάρω τη βούρτσα με την ασημένια λαβή, το «φιλεδάκι» και την κρέμα της μάνας μου που μύριζε τριαντάφυλλο.
Τελικά πέθανα εγώ!
Ευτυχώς που κάτι πρόλαβα να κάνω στη ζωή μου. Με πόση χαρά θυμάμαι διάβασα το όνομά μου στον κατάλογο που είχε αναρτηθεί έξω από την Πολυτεχνική σχολή της Αθήνας. Δίπλα μου μια κατάξανθη κοπελίτσα γεμάτη φακίδες έκλαιγε με λυγμούς.
«Μην κλαίτε, καλή μου» της είπα «τη επόμενη φορά θα πάτε καλύτερα»
«Από χαρά κλαίω» μου απάντησε ο ξανθομπάμπουρας «πέρασε πρώτη» και συνέχισε το κλάμα ρουφώντας τη μύτη της…
Πήρα το πτυχίο μου εφτά χρόνια μετά. Ο πατέρας μου συγχωρέθηκε τρεις μήνες νωρίτερα. Πέθανε από ηλεκτροπληξία καθώς επισκεύαζε ένα χαλασμένο σεσουάρ της μάνας μου. Μας άφησε ένα βιβλιαράκι του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου με 68.000 δραχμές, ένα φιατάκι 128 του 74, μια γκόμενα στο Παγκράτι, τη βούρτσα με την ασημένια λαβή και το «φιλεδάκι».
Εν τω μεταξύ η επιθυμία μου να μιλήσω με το Θεό ολοένα και λιγότερο με απασχολούσε, πιο πολύ με απασχολούσε το θέμα της δουλειάς.
Στην αρχή έπιασα δουλειά σ’ ένα μεγάλο αρχιτεκτονικό γραφείο, αλλά πολύ γρήγορα την εγκατέλειψα γιατί ενώ εγώ επέμενα να κάνω σχέδια εκείνοι με βάζανε να τους κουβαλάω καφέδες, σουβλάκια και πίτσες…
Έμεινα άνεργος τρία χρόνια…
Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί αν είχα πιάσει δουλειά μπορεί να μην πήγαινα σ’ εκείνο το riality που μ’ έκανε αρκετά πλούσιο και διάσημο μέσα σε λίγους μήνες…
Στο παιχνίδι γνώρισα και την Ζωζώ, ένα ζουμερό πουτανάκι που τελείωνε στο άψε σβήσε τη δουλειά είτε ήταν στο κρεβάτι, είτε στο αυτοκίνητο, είτε στον ανελκυστήρα…
Η σχέση μας άντεξε όσο άντεξαν και τα λεφτά που κέρδισα από το παιχνίδι. Πάνε τα λεφτά πάει και η Ζωζώ…
Δε βαριέσαι, ούτως ή άλλως μεγάλωνα κι όπως μου είπε η μάνα μου άρχισα σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ το θάνατό μου και η Ζωζώ όπως και οι υπόλοιπες υπόλοιπες απώλειές μου άρχισαν να καταγράφονται στο υποσυνείδητό μου χωρίς να με συγκινούν ιδιαίτερα.
Όταν άρχισα ουσιαστικά να συνειδητοποιώ ότι ήμουν νεκρός άρχισα να κατανοώ την ανάγκη των ζωντανών να προσπαθούν να επιτύχουν, να αναδειχτούν, να κατακτήσουν και να κατακτηθούν…
Κατάλαβα τι σημαίνει συμφέρον, ανέλιξη, επιβολή, εξουσία, πολιτική κλπ… κλπ… Ξέρετε εσείς…
Κατάλαβα τα πάντα, αλλά η κατάκτησή μου αυτή εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατόν να με ωφελήσει σε τίποτα…
Είχα συνειδητοποιήσει πλέον εκατό τοις εκατό ότι είχα πεθάνει…
Αν ξαναγυρίσω στη ζωή είναι βέβαιο ότι γνωρίζοντας σχεδόν τα πάντα η διαδρομή μου θα είναι πέρα για πέρα επιτυχημένη…
Εκτός και αν ξαναπεθάνω σε νεαρή ηλικία οπότε η οποιαδήποτε αποτυχία μου θα είναι, όπως και τώρα, πλήρως δικαιολογημένη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου