Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Όνειρα και εκδοχές.


Έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια και στήριξε τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι. Προσπαθούσε να φέρει τον εγκέφαλό της σε κατάσταση ικανή για σκέψη. Το μεγάλο χασμουρητό όμως δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για κάτι τέτοιο. Απλά, ο εγκέφαλος αρνιόταν να πάρει μπροστά. Έκλεισε και τα μάτια κι ύστερα την πήρε πάλι ο Μορφέας στην αγκαλιά του σ’ αυτή την άβολη στάση.
Τυραννικός τεχνοκράτης άτεγκτος η αφύπνιση από το κινητό της, πάντα στην ώρα της άρχισε να την τραγουδάει ζεστά, γλυκά με τον Adamo στο mon cinema. Χαμογέλασε και έγειρε το κεφάλι χαδιάρικα, τρυφερά μες τις παλάμες της μόλις ακούστηκε το je t’aime.
Θεέ μου, πόσο ανάγκη το είχε αυτό. Μια αγκαλιά, μια τρυφερή φωνή να της πει πως την αγαπούν. Αυτή και μόνον αυτή, χωρίς την ανάλογη ανταπόδοση από το κορμί της για τα δύο εικοσάρικα διπλωμένα πάνω στο μπλε κομοδινάκι. Δίπλα στο κρεβάτι του αγοραίου.  Εκεί, στο βρώμικο στενό με τα θαμπά και πολύχρωμα φώτα. Στον πρώτο όροφο της παλιάς οικοδομής με το κουδούνι στην πόρτα μέρα νύχτα φωτεινό. “Λίτσα”. Κι απ’ έξω στον δρόμο ένα κόκκινο φανάρι, κράχτης. Ένας βουβός ντελάλης που “διαλαλεί” την όμορφη πραμάτεια.   “Εντός ενοικιάζεται η Ευτυχία να σας χαρίσει ευτυχία”.

Κόντευε τα σαράντα ένα και η μοίρα της την ήθελε να είναι από τα πρώτα θύματα της κρίσης. Έκλεισε το παπουτσάδικο που δούλευε και μην μπορώντας να βρει δουλειά έφτασε στο “Λίτσα” εδώ και έξη μήνες. Ούτε που το κατάλαβε πως έγινε, αλλά τι σημασία είχε πλέον. Το γεγονός ήταν ένα, είχε γίνει πουτάνα. Πρόσφερε τις υπηρεσίες της επαγγελματικά με νταβά και τσατσά. Κομπλέ. Ένα μπουρδέλο/πρότυπο για το βιβλίο του Πετρόπουλου και με τα όλα του. Άδειες απ’ την αστυνομία, γιατρούς, φορολογικές δηλώσεις και αποδείξεις κανονικότατα.
Έντυσε το καλογραμμένο της σώμα με απλά ρούχα και πήγε στον καθρέπτη. Άβαφο το γλυκό της πρόσωπο με μια ιδέα από πολύ ελαφρό ρουζ και άτακτα τα κοντά της μαύρα μαλλιά. Ένα σύνολο αρκετά όμορφο και μακράν της δουλειάς που επέλεξε από ανάγκη να κάνει. Άλλωστε σήμερα έχει ρεπό και είναι η μέρα να πάει στο χωριό για τους γέρους γονείς. Ψώνισε και κατιτίς και ξεκίνησε για τον σταθμό των υπεραστικών.
Κάθισε στην Τρίτη σειρά πίσω από τον οδηγό πάνω στο τζάμι. Ήταν Σεπτέμβρης μήνας και η υγρασία μεγάλη. Άχνιζαν τα δέντρα στο μουντό τοπίο καθώς ανέβαιναν  το βουνό με τις πολλές στροφές. Παρ’ ότι ήταν κουραστική της άρεσε πολύ αυτή η διαδρομή. Την απολάμβανε. Κι όσο ανέβαιναν τόσο πιο δύσκολος γίνονταν ο δρόμος  και ανακατεύονταν ο φόβος με την απόλαυση της απέραντης θέας.
Βρεγμένος ο δρόμος κι ο νεαρός οδηγός λίγο άτσαλος. Στην αρχή οι τροχοί έκαναν ένα ντεραπάρισμα και ύστερα η υπεράνθρωπη λανθασμένη προσπάθεια  να σταματήσει το  ανεξέλεγκτο από το πατινάζ λεωφορείο με τα φρένα. Πήδηξε λίγο απότομα, ακούστηκε ένα χτύπος δυνατός από την πρόσκρουση στην προφυλακτική μπάρα και ύστερα γύρισε όλο το λεωφορείο σε μια χορευτική πιρουέτα για να την ξηλώσει και να πάρει τον δρόμο για την χαράδρα. Οι τούμπες απανωτές έκαναν αυτή και τους υπόλοιπους επιβάτες να χάσουν κάθε έννοια του τόπου. Πήδηξε με την ορμή που είχε πάνω σε κάτι πεύκα τα έσπασε και πήρε τον κατήφορο για το βάθος της χαράδρας κοντά στα 120 μέτρα.
Μετά από μια χιλιετία περιστροφών έσκασε με την μούρη κάτω στο τέρμα βγάζοντας ένα ξερό ανατριχιαστικό θόρυβο από καταστροφή και δίνοντας τέλος σ’ όλο το πλήρωμα.
Τραγωδία! Όλοι νεκροί. Στην τελευταία της πράξη απλά δεν κατάλαβε τίποτα. Μόνο μια περίεργη επιβράδυνση που της έδωσε τον χρόνο να σκεφτεί να αναπολήσει την  ζωή που έζησε και τώρα της έφευγε. Μόνη να μάχεται για την επιβίωσή της. Και τώρα στο τέλειωμα έπιασε πάτο. Μια πόρνη που το μόνο που της έμεινε ήταν να πουλάει κάθε μέρα κορμί και αξιοπρέπεια. Ύστερα όλα έσβησαν σε μια γραμμή όπως στο μηχάνημα ενός νοσοκομείου.
Άνοιξε τα μάτια της μουσκεμένη στον ιδρώτα. Παρά τον μεγάλο εφιάλτη που έζησε στα δώματα του ονείρου ήταν ήρεμη. Μόνο μια γεύση από λεμόνι μάλλον  από το μεγάλο χάπι για τις κράμπες που έπαιρνε κάθε βράδυ. Δίπλα της ο άντρας της κοιμόταν σαν παιδί. Σηκώθηκε προσεκτικά να μην κάνει θόρυβο και πήγε στο δωμάτιο του παιδιού. Το μετεφηβικό παλικαράκι κοιμόταν ξεσκέπαστο. Του έριξε ένα σεντονάκι και πήγε στην κουζίνα. Πήρε ένα ποτήρι νερό και κάθισε μέσα στο σκοτάδι.
Περίεργο όνειρο. Δηλαδή τι όνειρο, κανονικός εφιάλτης. Άκου λέει, ανύπαντρη χωρίς οικογένεια και δουλειά της προκοπής. Μια πόρνη. Κύριε και Θεέ! Κι αυτό το ατύχημα με το λεωφορείο πάλι τι ήταν. Δεν είδε όμως την συνέχεια στο μετά. Μετά, τι υπήρχε μετά; Γιατί κόπηκε εκεί το όνειρο. Θαρρείς και ο γιός της Πασιθέης ο Όνειρος Φοβήτωρ που της έστειλε τον εφιάλτη από την πύλη του κεράτου δεν ήθελε να της δείξει τις πύλες του κάτω κόσμου.
Έστρωσε το πρωϊνό πάνω στο τραπέζι και στρώθηκε όλη η οικογένεια να απολαύσει ένα καφέ και καλοψημένες φέτες ψωμί με βούτυρο, μαρμελάδα και μέλι. Απ’ έξω ο ήλιος έστελνε τις ακτίνες του και η αυλή τα στολίδια της. Εικόνες βγαλμένες από τον παράδεισο. Τους έβλεπε άντρα και παιδί και δεν τους χόρταινε. Καμία σχέση με την ζωή του ονείρου.
Εκεί η μιζέρια, εδώ η αφθονία, ο πλούτος. Εκεί ο υπόκοσμος και ο πόνος, εδώ η χαρά και η ευτυχία. Ά! σκέφτηκε την ευτυχία και θυμήθηκε. Στο όνειρο υπήρχε μια μεγάλη αλήθεια. Το όνομά της, την έλεγαν Ευτυχία και στην πραγματικότητα. Και ο άντρας της δεν ξεχνούσε να της επαναλαμβάνει κάθε φορά που έκαναν έρωτα πόση ευτυχία του έδινε. Και φυσικά δεν της άφηνε δύο διπλωμένα εικοσάρικα στο πανάκριβο από ξύλο τριανταφυλλιάς κομό αλλά κάρτες με απεριόριστη πίστωση.  Ά ναι, και δεν είχαν απ’ έξω κόκκινο φως. Βέβαια τον ρόλο του βωβού ντελάλη τον έπαιζε ο πλούτος και η χλιδή που έντυναν σπίτι και αυλή
Τώρα βέβαια που το καλοσκέφτηκε, έ … βάζει και λίγη ποικιλία στον έρωτα. Αλλά προς Θεού, απλά και μόνο για απόλαυση. Καλά δεν το συζητούσε. Στο όνειρο δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα καρακατσουλιό, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια κυρία. Μια κυρία από σπίτι. Είπε σπίτι και, θυμήθηκε τους γέρους γονείς της. Είχε να πάει στο χωριό να τους δει πολύ καιρό. Αν δεν φοβόταν εκείνες τις περίεργες στροφές θα πήγαινε πιο συχνά.
Χτύπησε δυνατά το τηλέφωνο. Έτρεξε και το σήκωσε. “Εμπρός!” Ύστερα … δεν θυμόταν τίποτε. Στο άκουσμα και μόνο έπεσε ξερή. “Είστε η κυρία Ευτυχία; Έγινε ένα φοβερό ατύχημα …” Ένα από κείνα τα θανατηφόρα στις εθνικές που ξεκληρίζουν οικογένειες με νεκρούς πατέρα και γιό και στην συνέχεια καταστρέφουν για πάντα ψυχές.
Κηδείες, λογιστικά, ξεκαθάρισμα. Όλα χάθηκαν σε υποθήκες, εφορία και δικηγόρους. Όλη η σημερινή κατάσταση περιελάμβανε ένα εξηντάρι διαμέρισμα σε φτωχογειτονιά, προικιό του πατέρα της και τίποτε άλλο. Αυτή, ο εαυτός της και η ανεργία. Μια χήρα στα σαράντα της χτυπημένη από μια περίεργη μοίρα..
Κι όπως συνήθως συγγενείς, φίλοι και γνωστοί σε κοιτούν και σε συμπονούν από μακριά. Το πολύ πολύ να σου δώσουν κάποιον γνωστό τους να σ’ εξυπηρετήσει με την δουλειά. Έτσι έγινε και μ’ αυτήν. Έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει. Κάποιος μακρινός θείος σε μεγάλη ηλικία την πήρε από ψυχικό στο μαγαζί του να πουλάει υποδήματα πολυτελείας …
ΥΓ. Πιστεύω πως οι ευχές όπως και οι κατάρες γίνονται πραγματικότητα μετά την πρώτη κύρια ζωή. Ύστερα ζούμε τις διάφορες εκδοχές με εκκίνηση περίεργα σταυροδρόμια της ζωής μας.  Και ζούμε όσα πεθυμήσαμε αλλά και όσα καταραστήκαμε. Γι αυτό, να προσέχετε τι εύχεστε και τι ξορκίζετε. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά  .  

Δεν υπάρχουν σχόλια: