γραφει ο αρισταρχος
Μια φορά και κάποιον καιρό βρέθηκα σε μια πόλη, πύλη εισόδου σε μια χώρα απ’ αυτές που είχαν οι Ρωμαίοι για την είσπραξη των φόρων. Μεσοκαλόκαιρο με αφόρητη ζέστη.
Ένας καφενές και μια κληματαριά απ’ έξω να δροσίζει κάθε θερμόπληκτο που δεν πήγαινε στην θάλασσα. Είχε σύνορα και με την θάλασσα και με το βουνό. Και με τον Βούδα και με τον Αλλάχ, που λένε. Κάτω από την κληματαριά πέντε άνθρωποι πίνουν και συζητάν, κι εγώ …, τι θέλει η αλεπού στο παζάρι.
-Καλησπέρα αφεντάδες. Είπα και χαμογέλασα.
Άλλος είπε γειά σου, άλλος καλησπέρα , άλλος κάτι ακατάληπτο κι ο τελευταίος τίποτα. Οι τρεις με κοιτάζαν ίσια και οι υπόλοιποι με γερμένο το κεφάλι και τα μάτια ανασηκωμένα. Τουρκοκρατικό κατάλοιπο μιας καταραμένης εποχής.
-Να μπω στην παρέα σας να πιω κάτι γιατί στέγνωσα;
Και μπήκα. Καταδεκτικοί οι άνθρωποι και ξύπνιοι. Με το που κάθισα άρχισε το ξεψάχνισμα. Ούτε ο καφετζής έφευγε να μου φέρει την παραγγελιά. Αυτιά τεντωμένα να ακούσουν ποιος είμαι από πού έρχομαι, που πηγαίνω, τι δουλειά κάνω και πόσα παίρνω. Κι άλλα πολλά μέχρι να ανοιχτούν και ν’ αρχίσουν να μιλούν σαν να μην ήμουν εκεί, ή τουλάχιστον σαν νάμουν δικός τους.
-Ρε Ποντίκ(ι)’, πήγεις καθόλου κατά του Κατσίκ(ι)’; Χάθκι τιλιυταία.
-Όχ(ι) ρε Κλαρίνου. Πότι να πάου; Συ γιατί δεν σέρνς να μας εινημηρώϊς κι μας;
-Λοιπόν Γατί, ικείνους ου γιός ου Δημητράκ(η)ς πουλύ προυκουμένου πιδί. Άμα πει να δουλέψ τουν φουβάτει η γη.
-(Γατί) Άμα πει, να όμους πδε λέει. Και γυρνώντας προς τον πέμπτο της παρέας.
-Ρε Μπουζούκ(ι), τι θα καν(ει)ς χουρίς αμάξ(ι);. Δεν θα πάρ(ει)ς κινούριου;
-Μπα. Αποφάσισα να πάρω άλογο. Βενζίνα εγώ δεν ξαναπληρώνω. Εκεί που την πήγαν οι λωποδύτες. Θα πάω στην Συρμένη. Πουλούν άλογα καλά και άμαξες. Θα πάρω μία σαν τον πατέρα μου.
-(Ποντίκι) Πέθανει κι ου Γιαπανάς. Ξερς, τα χάμουρα τάχ(ει) η Χήνα. Του τα ζήτ-σει κάποιους να του τα δώκ(ει) μαζί μι τ’ άλουγου που του πούλσει. Αλλά εικείνους πουουουου! “Την ειπηχήρση θα συ πουλήσου ρε;”
Τόπε και έσκασαν στα γέλια, μαζί κι εγώ. Τα αυτιά μου κόντευαν να ξεριζωθούν από την προσπάθεια να σταθώ μες τον διάλογο. Στο τέλος δεν άντεξα.
-Συγνώμη, αλλά γιατί μιλάτε έτσι; Ονόματα δεν έχετε;
Με κοίταξαν με έκπληξη και ύστερα γέλασαν καλόκαρδα, άδολα. Από κείνα τα γέλια που πηγάζουν στις αρχέγονες καταβολές με τις οποίες ο Θεός σφράγισε μοναδικά την ανθρώπινη ύπαρξη. Γέλια αβίαστα, γάργαρα.
-Ά δεν ξέρεις … με ενημέρωσε ο …το Μπουζούκι. Εδώ στην πόλη μας τα ονόματα έχουν καταργηθεί. Αποκαλεί ο ένας τον άλλο με όποιο ζώο του μοιάζει. Όλοι με παρατσούκλια.
-Κι εσύ; Εσένα γιατί σε λένε … Μπουζούκι;
-(Χαμογελώντας) Φαίνεται θύμησα στον “νουνό” μου το μπουζούκι που λαχταρούσε και αγόρασε αλλά ποτέ δεν έμαθε. Τώρα το κληροδότησε σε μένα. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Εσένα δεν έτυχε να σε φωνάξουν αλλιώτικα απ’ ότι σε λένε; Πως είπαμε σε λένε;
Όλα τα μάτια στηλώθηκαν πάνω μου. Ένιωσα πρωταγωνιστής χωρίς να ξέρω το σενάριο.
-Με λένε Παύλο. Ναι μ’ αλλάζουν το όνομα όταν με βρίζουν. Για παράδειγμα, μαλάκα, βόδι, ξόμπλιασμα, κερατά, βλάκα, ηλίθιε … τέτοια.
-(Κλαρίνο)Κυρ-Παύλουμ ειμείς έχουμει ένα όνουμα. Συ έχς πουλλά! Τόπε και φάνηκαν δυό σειρές δόντια δίχρωμα άσπρα και κίτρινα και στην μέση ένα χρυσόδοντο απολίθωμα της εποχής που βγάζαν τα καλά δόντια για να τοποθετούν χρυσά. Βλέπεις η μόδα.
Έσκασε η περέα στα γέλια, μαζί κι εγώ, με το χορατό του …Κλαρίνου. Δεν κρατήθηκα …
-Αλήθεια … κύριε-Κλαρίνο, πως σας λένε στ’ αλήθεια;
- Κώστα! Αλλά ιξαρτάτει από του ποιος του λέει. Η γυναίκα’μ μη φουνάζ Κώτσου, ου μπαμπά’μ Κουτσέλ(η), του Κλαρίνου απ’ ιδώ Κώτσκου.
Ό Καφετζής ξεχάστηκε από πάνω μας και γελούσε με την ψυχή του.
-Άϊντε ρε Πατσάλα, φέρε στον άνθρωπο τον καφέ του. Κρεμάστηκες από πάνω μας σαν μανουάλι. Τι διάολο, ακόμα ζωντανοί είμαστε.
-Γιατί τον είπες Πατσάλα; Ρώτησα δειλά. Στ’ αλήθεια πως τον λένε;
-Πασχάλη! Τώρα που τόμαθες χάρηκες;
Κι έσκασαν στα γέλια διώχνοντας και τα τελευταία σύννεφα που ποτέ δεν συσσωρεύονταν στην πόλη τους γιατί απλά δεν έβλεπαν ποτέ ειδήσεις στην τηλεόραση. Δεν πότιζαν με αυτά τα επικίνδυνα chrem-TV-trails τα εγκεφαλικά τους κύτταρα. Πονετικοί, φιλάνθρωποι, περήφανοι. Ένα μίγμα ανθρώπων από πολλές μεριές. Ένα χωνευτήρι ψυχών μακριά από της επιτηδεύσεις της εξουσίας.
Μια φάρμα …ανθρώπων με τις λιγότερες αυτοχειρίες στην χώρα.
Κι ένα απογευματινό ζεστό, υγρό, γεμάτο Ελλάδα κάτω από μια κληματαριά σε μια πόλη/πύλη εισόδου για την χώρα.
ΥΓ. Φανταστική ιστορία. Κάθε ομοιότητα τυχαία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου