Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Ότι φας κι ότι πιείς την πρώτη ‘βδομάδα

oldwoman
Δεν μπορώ να πω πως τα λεφτά περισσεύουν. Φτάνουν, αλλά δεν φτάνουν  για φαγητό και καλύπτουν ένα μέρος από  το φως, το νερό και το τηλέφωνο. Για εφορία ακόμη δεν αποφάσισα γιατί δεν φτάνει το χρήμα μέχρι την πόρτα τους. Σταματάω μέχρις εκεί με πενήντα ευρώ τον μήνα αλλά αυτοί αρνούνται πεισματικά τις 48 δόσεις.
Με ένα εικοσάρικο βγαίνω για ψώνια. Τώρα τι ψώνια να κάνεις με  ένα εικοσάρικο; Ας είναι, εγώ είμαι χαρούμενος και μάλιστα σιγοτραγουδάω στον δρόμο. Με κοιτάζουν περίεργα, βλοσυρά σαν φαινόμενο. Τους κοιτώ χαρούμενα, τραγουδώντας. Δεν θα χαλάσω την διάθεσή μου για τίποτε. Φτάνει η στεναχώρια και τα νεύρα. Σήμερα είναι του Άϊ-Ανδρέα και της χαράς.

Ο φούρνος είναι κοντά. Το ψωμί ζεστό και το τσουρεκάκι φρέσκο. Οι μυρουδιές ουράνιες και το χαμόγελο της μικρής φουρνάρισας Θεϊκό. Να που δεν είναι όλοι σκεφτικοί και βλοσυροί.
Ο δρόμος φορτωμένος, παραφορτωμένος με αυτοκίνητα, λες και η βενζίνα κατέβηκε στο μισό ευρώ το λίτρο. Κατηφορίζω στο σύγχρονο μπακάλικο. Παλιά τα λέγαν “Εδώδιμα-Αποικιακά”. Σήμερα μέχρι και η πεθερά μου 95χρονών βλάχα με παραδόσεις το λέει “μαγαζί με το σούπερ”. Σάμπως και το μπακάλικο Ελληνικό ήταν;
Κατάφερα τα ψώνια να σταματήσουν στα 9 ,25ευρώ. Μπροστά μου ένα αντρόγυνο ξεφορτώνει και η ταμίας χτυπάει ανελέητα. Μόλις φτάνουν στα 55ευρώ ο άντρας φωνάζει “Stop!” Όλοι σταματούν και το καρότσι στα μισά. Τότε σαν μαέστρος χωρίς μπαγκέτα φωνάζει κουνόντας τα χέρια “Τέρμα, τόσα έχω. Τα υπόλοιπα άστα”.  Έκπληκτη η γυναίκα του. “Και γιατί τα φόρτωνες;” Δίστασε για μια στιγμή με κοίταξε λοξά και απάντησε φωναχτά. “Για να μην χάσουμε την φόρμα μας. Να νομίζουμε πως είμασταν όπως πρώτα”
Δεν μπορώ να το πιστέψω. Ο κόσμος άρχισε να κελαηδάει. Απ’ έξω μια γριούλα φωνάζει για την αστυνομία. Κι ο πιτσιρικάς σαν σίφουνας στο βάθος του δρόμου χάνεται με  μια σακκούλα στο χέρι. “Τι σου έκλεψε γιαγιάκα;” ” Την σακκούλα με το ψωμί, το γάλα και το πορτοφόλι”  “Πόσα λεφτά είχε το πορτοφόλι;” “10ευρώ!. Δεν έχω άλλα, αν είχα ποιος έβλεπε”
Την κοιτώ, ίδια μάνα μου.  Τα γαλάζια μάτια της με τρυπάν. Οι βαθιές ρυτίδες με προκαλούν δέος. Πολλά τα περιθώρια δεν είναι. Ποιά αστυνομία και ποιος χωροφύλακας. Βάζω στην σακκούλα τα ρέστα 10,75ευρώ –τάχα ακόμα στο χέρι- και της τα δίνω. Δεν τα ήθελε αλλά με την δική μου επιμονή τα πήρε με χίλιες ευχαριστίες.
Ανάλαφρος από λεφτά και ψώνια –ότι έχεις είναι μπελάς- και χωρίς να χάσω το κέφι μου έκανα μια μεγάλη βόλτα. Έξω από ένα καφέ σταμάτησα. Λυμπίστηκα να μπω, για να πω την αμαρτία μου, έβρισα που δεν είχα λεφτά. Ύστερα θυμήθηκα την υπόσχεση και χαμογέλασα. Ξανάρχισα το τραγούδι και το περπάτημα. Έτσι έφυγαν δύο πολύτιμες ώρες από την ζωή μου. Στρίβοντας την γωνία είδα κόσμο μαζεμένο . Χαρακτηριστικός Έλληνας πολίτης, θάφηνα την περιέργειά μου ανικανοποίητη; Πλησίασα.
Είχε ο Χωροφύλαξ πιασμένο από το χέρι έναν πιτσιρικά και μπροστά του μια γριούλα με γαλάζια μάτια και βαθιές ρυτίδες. Φώναζαν όλοι μαζί δεν κατάλαβα τίποτα. Πιο πολύ ακουγόταν η φωνή μιας υπαλλήλου του μπακάλικου που στο τέλος έβγαλε μια τσιριχτή φωνή σαν τσαμπούνα στα 120dB. “Το κάνουν όλη μέρα και κονομάν λεφτά κυρ χωροφύλακα”.
Τράβηξα την ανηφοριά για το σπίτι. Χαμογέλασα, τσατίστηκα. “Ρε τι κάνει ο κόσμος! Και πούμαστε ακόμα. Ρε πως μας κατάντησαν” Οι σκέψεις έδιωχναν η μια την άλλη. Και τα γεμάτα τα καρότσια στις υπεραγορές; “Ψωνίζουν φαγώσιμα για όλο τον μήνα γιατί φοβούνται  πως θα μείνουν από λεφτά. Μετά την πληρωμή η τσέπη μυρίζει ευρώ για μια βδομάδα μετά ψοφήμι!” Τάδε έφη ο πολυπράγμωνας φούρναρης κι εγώ τον πίστεψα και τούδωσα τα τελευταία ογδόντα λεπτά για ένα καρβέλι. Ύστερα έφυγα τραγουδώντας για το σπίτι. Είπαμε, σήμερα θα είμαι χαρούμενος.
Κι ας ήταν η πέμπτη ημέρα από τότε που πληρώθηκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: