Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Κυνική παραδοχή Βενιζέλου : Η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε σαν πειραματόζωο

 Με άρθρο στην προσωπική του ιστοσελίδα, ο Πρόεδρος του ΠαΣοΚ κ. Βενιζέλος αναγνωρίζει το ότι η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο, ενώ θεωρεί ως θεμελιώδες λάθος τον συνδυασμό «στήριξης και τιμωρίας» των χωρών που εντάχθηκαν σε παρόμοια προγράμματα.
Ακολουθεί το άρθρο...



Τα “λάθη” του ΔΝΤ και οι προϋποθέσεις της εθνικής μας ανάκαμψης

Η συζήτηση των τελευταίων ημερών για τα κρίσιμα μακροοικονομικά “λάθη” του ΔΝΤ στο σχεδιασμό του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής με αποτέλεσμα η επίπτωση των περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων στην ύφεση να είναι πολύ μεγαλύτερη από την προβλεφθείσα, με φοβίζει. Γιατί εάν πράγματι η ελληνική κοινή γνώμη και οι πολιτικοί της διαμορφωτές έχουν τόσο βραχεία μνήμη γύρω από κρίσιμες στιγμές της προηγούμενης δραματικής τριετίας, θα δυσκολευτούμε να εφαρμόσουμε με σταθερότητα το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και οριστικής εξόδου από την κρίση, τώρα που φτάσαμε με κόπους, θυσίες και βάσανα του λαού μας στο σημείο της στροφής.
Προφανώς και το πρώτο πρόγραμμα προσαρμογής είχε τεράστια σχεδιαστικά λάθη. Το θεμελιώδες λάθος ήταν ο συνδυασμός “στήριξης και τιμωρίας” της Ελλάδας και των άλλων χωρών που εντάχθηκαν σε παρόμοια προγράμματα. Η επιλογή αυτή των εταίρων μας είχε και εξακολουθεί να έχει πρωτίστως ιδεολογικά χαρακτηριστικά, καθώς εκπηγάζει από το συνδυασμό μιας δημοσιονομικά συντηρητικής και μιας οικονομικά νεοφιλελεύθερης αντίληψης που οδηγεί στο να επιβληθούν προκυκλικά προγράμματα προσαρμογής στις δημοσιονομικά προβληματικές χώρες. Δηλαδή, προγράμματα που επιβάλλουν ταχύρρυθμη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος υπό συνθήκες ύφεσης, με συνέπεια ακόμη βαθύτερη και μάλιστα σωρευτική ύφεση.
Στην περίπτωση της Ελλάδας -που ήταν η πρώτη στη σειρά χώρα και χρησιμοποιήθηκε δυστυχώς ως πειραματόζωο- αυτό προσέλαβε ακραία μορφή καθώς, υπό την απειλή της χρεωκοπίας και της απόλυτης εκμηδένισης εισοδημάτων (ιδίως συντάξεων) και περιουσιών (κινητών και ακινήτων), την Άνοιξη του 2010, επιβλήθηκε ένα πρόγραμμα:
  • περιορισμένης έκτασης καθώς τα 110 δισ. ευρώ εθεωρούντο τότε πάρα πολλά και κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει περισσότερα και μάλιστα 240 δισ. ευρώ που δόθηκαν τον Οκτώβριο του 2011
  • εντυπωσιακά βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα που προέβλεπε επάνοδο στις αγορές ήδη από το 2011
  • υψηλού κόστους δανεισμού και από την Ευρωζώνη και από το ΔΝΤ
  • χωρίς πρόβλεψη για μείωση του δημοσίου χρέους και χωρίς πραγματική μέριμνα για τη βιωσιμότητά του
  • χωρίς ολοκληρωμένο μηχανισμό προστασίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τον κίνδυνο απόσυρσης καταθέσεων και από τον κίνδυνο υπερβολικής αύξησης του κόστους δανεισμού.
Ακόμη και οι διαρθρωτικές αλλαγές που τραβούσαν το ενδιαφέρον των εταίρων μας ήσαν έντονα στραμμένες στη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (κάτι που έχει γρήγορη επίπτωση σε χώρες με μεγάλο εξαγωγικό δευτερογενή τομέα) και όχι εξίσου σε άλλους συντελεστές του κόστους παραγωγής, με στόχο τη μείωση των τιμών.
Αυτός ο προφανώς εσφαλμένος σχεδιασμός δεν έγινε όμως μόνο από το ΔΝΤ, άλλα και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από την ΕΚΤ και επικυρώθηκε από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ευρωζώνης που διαθέτουν τις κεντρικές τους τράπεζες και άλλους -υποτίθεται- μηχανισμούς οικονομικού,δημοσιονομικού και χρηματοπιστωτικού σχεδιασμού.
Μάλιστα, η ΕΚΤ ήταν αυτή που μέχρι τον Ιούλιο του 2012 αντιδρούσε με δραματικούς τόνους σε κάθε ιδέα μείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους θεωρώντας την “έγκλημα καθοσιώσεως” σε βάρος του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και της δανειοληπτικής ικανότητας των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Ας μη βλέπουμε τις τωρινές δυναμικές παρεμβάσεις της ΕΚΤ. Ας θυμηθούμε πώς αντιδρούσε έως το Φθινόπωρο του 2011.
Αυτό που λέω συνεπώς είναι, πρώτον, ότι τα σχεδιαστικά προβλήματα του προγράμματος προσαρμογής δεν οφείλονται μόνο στο ΔΝΤ, αλλά σε όλους τους θεσμικούς μας εταίρους και, δεύτερον, ότι τα “σφάλματα” αυτά δεν ήταν τεχνικά αλλά ανάγονται στις κυρίαρχες διεθνώς οικονομικές ,δηλαδή ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις. Ποτέ δεν είπαμε ότι διαπραγματευόμαστε με την Ευρώπη των ονείρων μας ή μέσα σε ένα πλαίσιο διαφανούς παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Πάντοτε λέγαμε και λέμε ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε να κινηθεί και εξακολουθεί να κινείται μέσα σε δυσμενείς ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, δεν υπάρχει όμως διαθέσιμο κανένα καλύτερο ή ασφαλέστερο πλαίσιο αναφοράς για τη χώρα μας.
Στο σχεδιαστικό αυτό πρόβλημα προστέθηκε πολύ γρήγορα ένα ακόμη μεγαλύτερο: η αβεβαιότητα για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του προγράμματος που προσέλαβε διαστάσεις χιονοστιβάδας ως προς το λεγόμενο νομισματικό κίνδυνο της Ελλάδας που εμφανιζόταν από τους ίδιους τους εταίρους μας με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω από ευρώ, με όσα αρνητικά αυτό συνεπάγεται για την Ελλάδα, πολλές άλλες χώρες της Ευρωζώνης και τελικά την ίδια την Ευρωζώνη συνολικά. Μεσολάβησε μάλιστα η περιβόητη δήλωση της Ντοβίλ που εκλήφθηκε ως απειλή προς τις αγορές που δανείζουν δημοσιονομικά ασθενείς χώρες.
Δεν αφέθηκε στην Ελλάδα κανένα περιθώριο αναπνοής, με εξαίρεση την πολύ μικρή περίοδο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου 2010. Ο ίδιος ο δημόσιος λόγος των θεσμικών μας εταίρων υπονόμευσε συνεπώς πολύ γρήγορα την αποτελεσματικότητα του προγράμματος και επιδείνωσε το υφεσιακό αποτέλεσμά του. Αυτό δεν αποσιωπά, βέβαια, ούτε μειώνει τις εσωτερικές ευθύνες για έλλειψη εμμονής, αποφασιστικότητας, συναίνεσης και στήριξης που κατανέμονται μεταξύ της τότε κυβέρνησης και της τότε “αντιμνημονιακής” αντιπολίτευσης. Το τραγικό είναι ότι τώρα αυτό επαναλαμβάνεται με οξύ τρόπο για καθαρά εσωτερική χρήση, παρότι κανείς δεν τολμά να πει στα σοβαρά ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Αντιθέτως με απεριόριστο πολιτικό θράσος κάποιοι περιφέρουν τη διγλωσσία τους διεθνώς δίνοντας εξετάσεις αμερικανικής και ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης.
Τα μεγάλα όμως αυτά ζητήματα δεν περιμέναμε να μας τα πει τον Ιανουάριο του 2013 ο κ. Μπλανσάρ ή ο εκπρόσωπος τύπου του ΔΝΤ. Αυτά τα ζητήματα ήταν το διαρκές και σκληρό πεδίο των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, τις ηγεσίες των θεσμών που μετέχουν σε αυτήν, τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και ιδίως τη γερμανική και άλλες κυβερνήσεις, όπως των ΗΠΑ.
Για να αλλάξουμε αυτά τα αρνητικά δεδομένα δέχθηκα να αναλάβω τον Ιούνιο του 2011 τα επώδυνα και επικίνδυνα καθήκοντα του Υπουργού Οικονομικών. Ψηφίσαμε στις 29 Ιουνίου 2011 το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής για να μπορέσουμε να πάμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 21ης Ιουλίου 2011, οπότε και έγιναν δεκτές κρίσιμες νέες παραδοχές:
  • το κούρεμα του χρέους, έστω με τη μορφή του πρώτου PSI στο επίπεδο του 21%
  • η μείωση των επιτοκίων του πρώτου δανείου που είχε ήδη τεθεί στη σύνοδο κορυφής του Μαρτίου
  • η ανάγκη δέσμης μέτρων αναπτυξιακής στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Ακριβώς δε, λόγω της διάψευσης των μακροοικονομικών προβλέψεων της τρόικας και της βαθύτερης ύφεσης οδηγηθήκαμε στη μεγάλη σύγκρουση των τελευταίων ημερών του Αυγούστου-πρώτων ημερών του Σεπτεμβρίου 2011, όταν η τρόικα αποχώρησε από το γραφείο μου και κάποιοι με κατηγορούσαν γιατί έθεσα τόσο έντονα το ζήτημα της ύφεσης και των εσφαλμένων προβλέψεων όχι μόνο του ΔΝΤ, αλλά όλων των θεσμικών μας εταίρων.
Αυτή όμως η σύγκρουση είναι που μας επέτρεψε να πάμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 26/27ης Οκτωβρίου 2011 που έθεσε τη βάση του δεύτερου προγράμματος το οποίο οριστικοποιήθηκε, μετά από δύσκολες και σκληρές διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας και το διεθνή ιδιωτικό τομέα, στο Eurogroup της 21ης Φεβρουαρίου:
  • νέο δάνειο από το EFSF 130 δισ. ευρώ (σύνολο 240 δισ. ευρώ) με καλύτερα επιτόκια και όρους πληρωμής
  • μείωση των επιτοκίων του πρώτου δανείου
  • επιμήκυνση της μέσης διαρκείας και μείωση του μέσου κόστους του ελληνικού δημοσίου χρέους
  • κούρεμα του δημοσίου χρέους κατά 53.5% της ονομαστικής αξίας του κατεχόμενου από τον διεθνή ιδιωτικό τομέα τμήματός του με το PSI, δηλαδή μείωση κατά 109 δισ. ευρώ, κατά 50 μονάδες του ΑΕΠ
  • δέσμευση για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας μέχρι την επάνοδό της στις αγορές
  • ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ώστε να υπάρχει μοχλός ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας
  • μηχανισμός ενίσχυσης της ρευστότητας μέσω της εξόφλησης ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου και μέσω της μείωσης του όγκου των εντόκων γραμματίων
  • δέσμη αναπτυξιακών παρεμβάσεων με αξιοποίηση των κονδυλίων των κοινοτικών ταμείων
Το κυριότερο όμως είναι ότι το δεύτερο πρόγραμμα, όπως συμφωνήθηκε και υπογράφτηκε το Φεβρουάριο, προβλέπει ρητά τη ρήτρα της “βαθύτερης ύφεσης” που οδηγεί σε επαναδιαπραγμάτευση και αναθεώρηση της σύμβασης. Αυτή ήταν η βάση των προεκλογικών και μετεκλογικών μας προτάσεων για την διαπραγμάτευση με την τρόικα και τις επαφές με την γερμανική και τις άλλες κυβερνήσεις των εταίρων μας. Αυτός ήταν ο λόγος που επιμέναμε στην διετή επιμήκυνση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής (μέχρι το 2016) με ουσιαστικό περιεχόμενο, δηλαδή με ελάφρυνση της πραγματικής οικονομίας. Ας μη ξεχνάμε ότι αυτό έγινε δεκτό εύκολα στην περίπτωση της Πορτογαλίας.
Θυμίζω επίσης ότι από το Μάρτιο έως το Μάιο 2012, πριν τις δεύτερες εκλογές, εκταμιεύθηκαν προς την χώρα μας 75 δισ. ευρώ. Πρέπει να θυμηθούμε ότι από το Μάιο 2010 έως την έγκριση του δεύτερου προγράμματος το Μάρτιο του 2012 είχαν εκταμιευθεί συνολικά 53 δισ. ευρώ. Αυτή η εμπροσθοβαρής εκταμίευση των 75 δισ. ευρώ μέσα σε δυο μόλις μήνες εξηγεί και το γιατί η στάση των εταίρων μας στη διαπραγμάτευση για το δεύτερο πρόγραμμα ήταν τόσο σκληρή.
Η συμφωνία του Δεκεμβρίου 2012 μας φέρνει κοντά στο κεκτημένο του Φεβρουαρίου και διασφαλίζει τη συνέχεια της καταβολής των δόσεων, όπως διασφάλισε και την επαναγορά ομολόγων πού εκδόθηκαν για να γίνει το PSI, με κονδύλια όμως που περιλαμβάνονται στη δεύτερη δανειακή σύμβαση για τη μείωση των εντόκων γραμματίων.
Η καταγραφή της σειράς των γεγονότων και των προσπαθειών έχει ιδιαίτερη σημασία, αν θέλουμε να περνάμε ως χώρα από το επίπεδο των εύκολων λόγων (που συχνά δημιουργούν την εντύπωση ότι ανακαλύπτουμε κάθε λίγο την πυρίτιδα ή την Αμερική), στο επίπεδο των συγκεκριμένων και υπευθύνων χειρισμών προκειμένου η Ελλάδα να κάνει οριστικά τη στροφή προς την έξοδο από τη κρίση.
Ποτέ δεν βρεθήκαμε μετά το 2009 μπροστά στο δίλημμα αν θα επιλέξουμε μια καλή ή μια κακή λύση. Το δίλημμα ήταν πάντα ανάμεσα σε μια κακή και μια απολύτως καταστροφική λύση. Η στάση δε του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες “εξωραϊστικές” διεθνείς επαφές του συνιστά -όπως ήδη είπαμε- αμήχανη, αλλά σαφή παραδοχή πως εναλλακτική στρατηγική ούτε υπήρχε ούτε υπάρχει.
Η βαθιά σωρευτική ύφεση των τελευταίων πέντε (όχι τριών) ετών, η τραγική εκτίναξη της ανεργίας, τα δημοσιονομικά επιτεύγματα που επιτρέπουν στην Ελλάδα να περάσει στη φάση των πρωτογενών πλεονασμάτων, οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που οδήγησαν στην ανάκτηση μεγάλου τμήματος της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, τα οξύτατα προβλήματα κοινωνικής συνοχής, οι δραματικές πιέσεις που υφίστανται ευπαθείς ομάδες, ο κίνδυνος εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας είναι πολύ ηχηρά επιχειρήματα υπέρ της ανάγκης να γίνουν κινήσεις αναπτυξιακής στήριξης της Ελλάδας και σε ευρωπαϊκό και σε διμερές επίπεδο.
Φάνηκε αυτό έντονα στις συζητήσεις που είχα πριν λίγες ημέρες στο Βερολίνο με την ηγεσία του SPD και στις δηλώσεις του κ. Στάινμπρουκ. Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατια αντιλαμβάνεται την ανάγκη καθαρής διαφοροποίησης από τις κρατούσες συντηρητικές επιλογές για τη διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη και κυρίως για το μέλλον του λεγόμενου ευρωπαϊκού μοντέλου.
Το κλειδί όμως των εξελίξεων το κρατάμε πάντα εμείς οι ίδιοι, εδώ στην Ελλάδα. Από τη δική μας ενότητα, αποφασιστικότητα, σοβαρότητα και δουλειά εξαρτάται το μέλλον μας. Οι προϋποθέσεις εθνικής ανάκαμψης είναι βεβαίως και εξωτερικές. Συνδέονται με την υποχρέωση των εταίρων μας να καταλάβουν τι συνέβη και τι γίνεται στην Ελλάδα. Ποια μεγάλα λάθη έκαναν με τις επιλογές, αλλά και την ρητορική τους, ώστε να μη τα επαναλάβουν τώρα που μπορούμε να κάνουμε τη στροφή.
Οι κρίσιμες προϋποθέσεις είναι όμως πρωτίστως εσωτερικές. Όχι μόνο δημοσιονομικές και χρηματοοικονομικές, αλλά κυρίως πολιτικές και κοινωνικές. Αυτές είναι που διασφαλίζουν και την εθνική ενότητα και τη κοινωνική συνοχή και την αναπτυξιακή επαναφορά της χώρας.
Το να λένε τώρα κάποιοι ότι η ελληνική οικονομία πληρώνει ένα τεχνικό λάθος των οικονομολόγων του ΔΝΤ που πρέπει να υπολογισθεί στον τρόπο εφαρμογής του προγράμματος για να αναπληρωθεί ένα μέρος της βλάβης που προξένησε, είναι στην ουσία παρόμοιο με τον συνωμοσιολογικό ισχυρισμό ότι για την κρίση χρέους, ελλείμματος και ανταγωνιστικότητας και άρα για την υπαγωγή της Ελλάδας σε πρόγραμμα προσαρμογής ευθύνονται οι υπολογισμοί της στατιστικής υπηρεσίας το Φθινόπωρο του 2010. Όπως, τα αιτία της ελληνικής κρίσης είναι πολύ βαθύτερα, έτσι και οι επιλογές των εταίρων μας είχαν και έχουν πολύ βαθύτερα ιδεολογικά και πολιτικά αίτια.
Ο αγώνας για να υπερβεί η Ελλάδα την κρίση είναι συνεχής και επίπονος. Διεξάγεται επί τρία χρόνια τώρα μέσα σε πολύ δύσκολες ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες. Η εθνική στρατηγική έχει αποσαφηνιστεί και είναι σημαντικό ότι έχει νωπή εκλογική νομιμοποίηση και ευρύ φάσμα υποστήριξης, αντίστοιχο με το εύρος της σημερινής τρικομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτό πού γίνεται τώρα σε σχέση με την Κύπρο -παρά τα μικρά απόλυτα μεγέθη της κυπριακής οικονομίας- δείχνει ότι τα λόγια είναι εύκολα, αλλά οι πραγματικά διαθέσιμες λύσεις πολύ περιορισμένες, οι χειρισμοί εξαιρετικά δύσκολοι, η ιστορική ευθύνη μεγάλη. Τυχοδιωκτισμοί δεν επιτρέπονται, γιατί το κόστος τους μπορεί να είναι ανυπολόγιστο.
Οι εταίροι μας πρέπει όμως να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία καθόλου μα καθόλου περιθώρια για πρόσθετες εισοδηματικές περικοπές. Αυτό δεν αφορά μόνο ευπαθείς κοινωνικές ομάδες ή χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, αλλά και τα μεγάλα μεσαία στρώματα, τον κορμό της κοινωνίας που έχει φτάσει στα όριά της. Δεν υπάρχει περιθώριο για ο,τιδήποτε έχει υφεσιακή επίπτωση ή επιτείνει την ανεργία.
Από την άλλη μεριά, η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας κατανοεί τη σημασία που έχει η κανονική εκτέλεση του προϋπολογισμού και η συνεπής προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που διαμορφώνουν επενδυτικό και αναπτυξιακό κλίμα και ενισχύουν άμεσα ή έμμεσα την πραγματική οικονομία. Αυτό είναι το σημείο ισορροπίας της σχέσης με τους εταίρους μας μετά από μια τόσο δύσκολη τριετία.
Με πολιτική σταθερότητα, κοινωνική ευαισθησία και εθνική συστράτευση μπορούμε να ελέγξουμε τις εξελίξεις και να διασφαλίσουμε την επάνοδο της χώρας σε κατάσταση ισοτιμίας μέσα στην Ευρωζώνη. Αυτή είναι η μόνη ουσιαστική και ασφαλής απάντηση που μπορούμε να δώσουμε στους εταίρους μας για τις επιλογές τους σε σχέση με την Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια. Μια απάντηση που δεν συνιστά κάποιο “αίτημα” προς αυτούς, αλλά αποκατάσταση της δικής μας εθνικής αυτοδυναμίας μέσα στην Ευρώπη. -

Δεν υπάρχουν σχόλια: