Γράφει ο ΙΩΑΝΝΗΣ
………………
ΡΑΨΩΔΙΑ Ω
Μπε κάνουν τα πρόβατα, το ίδιο και τα γίδια.
Μα ο άρχοντας τους άφησε, νωρίς να τα μαντρώσουν.
ΜΗ! ΩΙΜΕ! ΜΗ ΤΟΥΣ ΘΩΡΕΙΣ!
Που κλέβουν τους αμνούς σου!
Τσίριξε ο αλλοίθωρος, στους δύο μαντραχαλάδες.
Λέει ο πρώτος , ο Χοντρός, με το βαρύ το χέρι.
Αφήστε τα καμώματα. Και μην πολυλογιέστε.
Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι 40 θα ναι.
Και στις δημοσκοπήσεις μας, πάλι αρχηγός θα είμαι
Τι λες πάλι ρε τόφαλε , βουζούνι και κεφάλα;;
Θαρρείς πως δεν το ξέρουνε, πως πείραξες τα πάντα;
Θαρρείς πως το στικάκι σου, δεν ξέρουν που το κρύβεις;
Είπε ο Ζητοκούνελος γνωστός για τη μπινιά του.
«Σκάσε» του ανταπάντησε, χτυπώντας του το χέρι.
Σκάσε και το κουσούρι μου, δεν φεύγει από κοντά μου.
Τους κοίταξε ο αλλοίθωρος, πάνω από το γυαλί του
Και λίγο ακόμα ήθελε να βγει και η ψυχή του.
Τους είπε λοιπόν με δάκρυα και λόγια απ΄την καρδιά του
Σύντροφοι κλέφτες κι αδερφοί. Ακούστε με λιγάκι.
Κόψτε τις μαλακίες σας, γιατί ‘ναι και βραδάκι.
Ανάπτυξη υποσχέθηκα, να φέρω εγώ στον τόπο.
Μα με τον Στούρνο που ΄μπλεξα, θα μείνουμε στον «τόπο».
Και οι Θεοί γνωρίζουνε. Δεν είμαστε στα Σούσα.
Και βγάλτε λίγο το σκασμό μη χέσω καμιά μούσα!
Έντρομος τότε ο Κούνελος, φοβήθηκε τα μάλα
Και από την τρομάρα του, έχασε και τη μπάλλα
Με ένα σάλτο του όρμηξε , και κρύφτηκε σε βαρέλι
Και έτρεμε απ’ το φόβο του, σα προς σφαγή κουνέλι.
Και τώρα εμείς τι κάνουμε ω Γκιώνη Ευπατρίδη
Αλλοίθωρε γυιε του αετού, της καλιακούδας ξύγκι.
Γυπαητέ θεόστραβε, στη γκαβομάρα αφέντη.
Γκαβέ επίγειε θεέ , στη μπούρδα βασιλιά μας.
Και στην διαπραγμάτευση , μεγάλε άρχοντα μας;
Καλά καλά! Σταμάτα πια, μ΄αυτές τις κολακείες.
Αντε γιατί μας έπρηξες, μ΄αυτές τις μαλακίες.
Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν θέλω να μας δείρουν.
Ποιοι να μας δείρουν ρε Χοντρέ; Απάντησε ο Γύπας.
Ξέρεις ποιος είμαι εγώ δειλέ; Ο γυιος της καλιακούδας!
Κι εσύ το γένος το ξεχνάς. Ποτέ δεν το θυμάσαι.
Δεν το θυμάμαι Γυπαητέ. Κι σύ μου το θυμίζεις.
Τα κλάματα με πιάνουνε, μπουκιά δεν κατεβαίνει.
Με μία αναστέναξε. Και σείστηκε το σύμπαν.
Μην ήταν το στομάχι του;;; Μην ήταν η φωνή του;;;
Ουδείς είχε διάθεση μετά απ΄τη πορδή του.
Τότε ο Ζητοκούνελος άρχισε, να λέει δυό δεήσεις
Μα ήταν προς άγνωστους θεούς, και όχι στους δικούς τους.
Ποιοι είναι αυτοί οι θεοί βρε τραχανά, που κράζεις βρε μιμίκο;
Του είπε με ύφος αυστηρό, ο γυιός της καλιακούδας.
Είναι ο Θορ και ο θείος του. Θεοί είναι του πολέμου.
Και όπλα έχουνε πολλά, και θέλω να μας σώσουν.
Στον ουρανό απλώνονται, σαν τον Ερμή πετούνε
Και σαν τον Δία κεραυνούς, νομίζω πως ξερνούνε.
ΑΧΑ! Είπε ο Χοντρός, ρουφώντας ένα jelo
Το όνομα του τέλειωνε κι αυτό σε «κάτι»elo.
Με εκείνο θα πετάξουμε. Μακρυά απ΄την Αθήνα.
Στους Πέρσες να ξεφύγουμε, και όλα θα ΄ναι φίνα.
Εκεί είναι κι ο γυιός του Εγκέλαδου, διδάσκαλος μεγάλος.
Ο πράκτορας ο φαλακρός, που ‘ναι μεγάλος κάλος
Σκεφτείτε πως στον δρόμο εκεί, κυκλοφορεί και μόνος!
ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ;;;;;;; Ω ΘΕΟΙ!! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΑΛΗΘΕΙΑ!!
Χοντρέ βραδυάτικα μη λες, ωραία παραμύθια!
Αλήθεια είναι Γυπαητέ. Αλήθεια είναι Κουνέλι.
Απλά γυναίκα ντύνεται, και τον φωνάζουν «Έλη».
Τον βρίζουν όμως φυσικά, μόλις τον δούνε μόνο
Μα είναι τόσο αναίσθητος, που άδικα κάνουν κόπο
Καμιά ροχάλα που και που, κανένα μπινελίκι
Μα αυτός είναι χοντρόπετσος, δεν τρώει καμιά φρίκη
Και έτσι αποφάσισαν , να φύγουν στην Περσία
Νύχτα και όταν κοιμόμαστε, μέσα στην αφασία
Έτσι στο Θορ δεήθηκαν, οι τρεις κακοί στη χώρα
Γρήγορα να προλάβουνε, να φύγουν πριν την μπόρα
Μα οι Θεοί οι Έλληνες, για να εκδικηθούνε
Όλα θα τα φροντίσουνε, μπροστά τους να τα βρούνε.
Για κάθε ένα δοσίλογο, κι αν φύγει από τη χώρα
Τον περιμένει ένα κουτί, απ΄άγνωστη πανδώρα.
ΙΩΑΝΝΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου