A map of Partnership for Peace members.
Χρήστος Ιακώβου
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησε ένα νέο στρατηγικό περιβάλλον στην Ευρώπη, λόγω του κενού ασφαλείας που προκάλεσε η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (1991). Το ΝΑΤΟ βρέθηκε προ των αιτημάτων των μέχρι τότε αντιπάλων του είτε για συνεργασία είτε για ένταξη σε αυτό. Τα αιτήματα αυτά υπήρξαν προϊόντα της διπλής ανάγκης τού σε βάθος μετασχηματισμού των ενόπλων δυνάμεων των μετακομουνιστικών καθεστώτων και της δημιουργίας νέων μηχανισμών συλλογικής ασφαλείας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το ΝΑΤΟ προχώρησε σε μία χειρονομία πολιτικής αλληλεγγύης δημιουργώντας μία φόρμουλα συνεργασίας που συμπυκνώνει ό,τι μπορούσε να προσφέρει η Βορειοατλαντική Συμμαχία στα κράτη που είτε ζητούσαν να ενταχθούν σε αυτή είτε επεδίωκαν απλώς συνεργασία σε μία ευρεία γκάμα θεμάτων. Έτσι γεννήθηκε ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη (ΣγΕ) που παρουσιάστηκε επίσημα στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιανουάριο του 1994.
Στην ουσία δεν πρόκειται για οργανισμό αλλά για πρόγραμμα που υλοποιείται μέσω διμερών συμφωνιών – μεταξύ της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και εκάστου από τους συνεταίρους – δίδοντας τη δυνατότητα συνεργασίας σε μία πληθώρα θεμάτων, όπως η εκπαίδευση αξιωματικών, η πραγματοποίηση ασκήσεων, η ανταλλαγή πληροφοριών κά. Με άλλα λόγια, ο ΣγΕ αποτελεί το φορέα συνεργασίας του ΝΑΤΟ με τις ευρωπαϊκές χώρες σε θέματα ασφαλείας. Τα κράτη που συμμετέχουν στο ΣγΕ δεν σημαίνει ότι θα γίνουν και μέλη του ΝΑΤΟ.
Από το 1994 και εντεύθεν όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη προσχώρησαν στο ΣγΕ (συνολικά 34 κράτη), πλην της Κύπρου. Είναι εξαιρετικά αξιοσημείωτο το ότι έχουν υπογράψει διακρατικές συμφωνίες όλα τα κράτη του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, συμπεριλαμβανομένων και των δεκαπέντε δημοκρατιών που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ. Επιπλέον, έχουν υπογράψει συμφωνίες κράτη της ΕΕ που είναι ουδέτερα και δεν προτίθενται να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, όπως η Αυστρία, η Σουηδία, η Ιρλανδία και η Φιλανδία. Η Ελβετία προσχώρησε στο ΣγΕ (1996) χωρίς να είναι μέλος της ΕΕ και προτού γίνει μέλος του ΟΗΕ (2002).
Για την περίπτωση της Κύπρου, ανεξαρτήτως πολιτικών ή ιδεολογικών τοποθετήσεων, γύρω από το θέμα αυτό, είναι αναγκαία η παράθεση κάποιων τεχνοκρατικών επιχειρημάτων, για τις επιπτώσεις από τη μη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στη ΣγΕ.
Αν κρίνει κανείς από την εμπειρία, μετά την πλήρη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, μπορεί να διαπιστώσει ότι η μη συμμετοχή της Κύπρου στο ΣγΕ δημιουργεί σοβαρά εμπόδια για την ισότιμη συμμετοχή της στο τομέα της ασφάλειας της ΕΕ. Αυτό αντανακλάται στις διακρίσεις που γίνονται σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα στα πλαίσια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).
Μετά τις διευθετήσεις, μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ, η πρώτη ανεγνώρισε το ΝΑΤΟ ως θεμελιώδη παράγοντα για την ασφάλεια της Ευρώπης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχει θεσμοθετηθεί η διαδικασία συνδρομής του ΝΑΤΟ προς την ΕΕ σε θέματα ασφάλειας υπό τον όρο ότι εξαιρούνται τα κράτη της Ένωσης που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ ή δεν συμμετέχουν στο ΣγΕ.
Σύμφωνα με την συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας ΕΕ και ΝΑΤΟ (2002- Berlin Plus), η συνδρομή της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας προς την ΕΕ στον κρίσιμο τομέα της ασφάλειας ενσωματώνει τρία στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν το επιχείρημα για τις διακρίσεις σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ. Πρώτον, ενσωματώνει τα Συμπεράσματα της Διακήρυξης της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στην Κοπεγχάγη (2002) σύμφωνα με τα οποία τα κράτη μη μέλη του ΝΑΤΟ καθώς επίσης και τα κράτη που δεν συμμετέχουν στο ΣγΕ δεν μπορούν να συμμετέχουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ όταν αυτή χρησιμοποιεί υποδομή του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, η Κυπριακή Δημοκρατία στερείται της συνεισφοράς της προς τις αμυντικές δυνατότητες της ΕΕ όπως αεροδρόμια, εναέριο χώρο κά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να εξουδετερώνεται το επιχείρημα, ότι μετά την ένταξη μπορεί η Κύπρος να αποκομίσει στρατηγικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από την γεωγραφική θέση του νησιού, ιδιαίτερα την εγγύτητα προς τη Μ. Ανατολή. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας είναι το γεγονός ότι αναδεικνύεται, ως εναλλακτική λύση για την ΕΕ, η στρατηγική σημασία των Βάσεων, οι οποίες δεν αποτελούν έδαφος της ΕΕ.
Δεύτερον, ενσωματώνει την απόφαση της συνόδου Κορυφής ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον του Απριλίου 1999. Εκεί καθορίζονται οι διευθετήσεις για τη δυνατότητα πρόσβασης της ΕΕ στα συλλογικά μέσα που διαθέτει το ΝΑΤΟ σε ό,τι αφορά στη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ ή δεν συμμετέχει στο ΣγΕ αποκλείεται από τους μηχανισμούς ασφαλείας της ΕΕ που συνδέονται άμεσα με το ΝΑΤΟ.
Τέλος, ενσωματώνει την συμφωνία Ασφάλειας Πληροφοριών ΕΕ-ΝΑΤΟ (2003), σύμφωνα με την οποία αποκλείονται τα κράτη της ΕΕ που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ ή δεν συμμετέχουν στο ΣγΕ. Επομένως, δεν διανέμονται σ΄ αυτές διαβαθμισμένες πληροφορίες του ΝΑΤΟ. Παρά το ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ευρίσκεται σε ένα ευαίσθητο γεωγραφικά σημείο των συνόρων της ΕΕ, με πολλές ασύμμετρες απειλές, στερείται σημαντικών πληροφοριών σε θέματα ασφάλειας.
Συμπερασματικά, η μη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΣγΕ επιβάλλει περιορισμούς σε ό,τι αφορά την ισότιμη συμμετοχή της στην ΚΕΠΠΑ παρέχοντας την ευκαιρία στη Βρετανία να απολαμβάνει μονοπωλιακά και προνομιακά τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα του νησιού. Με αυτόν το τρόπο οι Βρετανικές Βάσεις αποτελούν το μοναδικό καταναλωτή ασφάλειας της ΕΕ στην περιοχή της Α. Μεσογείου.
Geopolitics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου