Του Θεόδωρου Κουτρούκη
Ο εκλογικός κόλαφος της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) έφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τα αίτια της συρρίκνωσης της πολιτικής επιρροής του μεγάλου αυτού κόμματος στο χαμηλότερο σημείο της μεταπολιτευτικής ιστορίας.
Ένα από τα ακανθώδη προβλήματα από την ίδρυση της ΝΔ ήταν η έλλειψη σαφούς ιδεολογικού στίγματος. Ο περίφημος ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός ήταν μάλλον αόριστος και εύπλαστος, ενώ η έννοια του καραμανλισμού, αντανακλούσε περισσότερο μια φιλοσοφία διακυβέρνησης παρά ένα ιδεολογικό σύστημα πολιτικών θέσεων. Οι ιδεολογικές ζυμώσεις ποτέ δεν βρέθηκαν στο βαρύκεντρο της εσωκομματικής ζωής της ΝΔ, καθώς ως προτεραιότητα τέθηκε η προσπέλαση της εξουσίας.
Όταν το πηδάλιο της αρχηγίας πέρασε στα χέρια του Κ. Καραμανλή του νεώτερου, η ΝΔ υιοθέτησε την περίφημη πια ιδεολογία του μεσαίου χώρου ή/και του κοινωνικού κέντρου. Ωστόσο, το εγχείρημα αυτό δεν ήταν τόσο μία ιδεολογική προσέγγιση αλλά περισσότερο μια πολιτική στρατηγική ηγεμονίας στον παραδοσιακό χώρο του κέντρου, με την επίγνωση του πολιτικού αξιώματος ότι όποιος κερδίζει τις κεντρώες ψήφους, κερδίζει και την εξουσία.
Με αυτόν τον τρόπο ο «μεσαιοχωριτισμός» αποτέλεσε το «εν τούτω νίκα» στα λάβαρα της ΝΔ και σε συνδυασμό με τα ηγετικά χαρακτηριστικά του τελευταίου αρχηγού της οδήγησε στην επανάκτηση της εξουσίας το 2004.
Όμως, παρά τις συνεχόμενες εκλογικές επιτυχίες, το ευφυές ιδεολόγημα του μεσαίου χώρου κατέληξε, στην πράξη, να σηματοδοτεί την έλλειψη πολιτικού στίγματος και –εκ των πραγμάτων- σε άλλοθι απραξίας. Αυτή την έλλειψη πολιτικής ήρθε να καλύψει η επικοινωνία. Επικοινωνισμός είναι μια στρατηγική που προτάσσει το οπτικοακουστικό ερέθισμα, θεωρώντας πως οι υστερήσεις στον τομέα της διακυβέρνησης μπορούν να αναπληρωθούν από μια άρτια οργανωμένη επικοινωνιακή παρέμβαση. Με αυτό τον τρόπο η ανάγκη τροφοδότησης του ραδιοτηλεοπτικού ρεπορτάζ επικράτησε του διόλου αμελητέου κυβερνητικού έργου, καθώς το τελευταίο δεν προσφερόταν για αντικείμενο της «παραθυρολογίας», σε σύγκριση με τις πικάντικες λεπτομέρειες των ανθρώπινων αδυναμιών ορισμένων κυβερνητικών στελεχών.
Είναι γεγονός ότι ο τομέας της επικοινωνίας ήταν το πιο αποτελεσματικό εργοτάξιο της γαλάζιας διακυβέρνησης τουλάχιστον για την πρώτη τετραετία. Ωστόσο, η κυβέρνηση Καραμανλή -μετά από ένα χρονικό σημείο- έθεσε χαμηλά τον πήχη της αποτελεσματικότητας της αρκούμενη απλώς να διαδηλώνει ότι οι επιδόσεις της ήταν καλύτερες από εκείνες των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Ακόμη, η κυβέρνηση της ΝΔ άσκησε μια ιδιότυπη αντιπολίτευση προς τη διακυβέρνηση Σημίτη, προσανατολίστηκε στην εξιστόρηση εν είδει ρεπορτάζ των «ανείπωτων προβλημάτων» που κληροδότησε η προηγούμενη διακυβέρνηση και επιχείρησε να εμφανίσει ως δικαιολογία για όλες τις κακοδαιμονίες της χώρας τη «λαίλαπα του ΠΑΣΟΚ».
Αν και αυτές οι προσεγγίσεις λειτούργησαν επιτυχώς για ένα χρονικό διάστημα, στην ύστερη αποτίμηση επέφεραν καίρια πλήγματα στην εικόνα της ΝΔ, ιδιαίτερα όταν η επικοινωνία χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά.
Το κύκνειο άσμα της επικοινωνιολαγνείας ήρθε όταν επιχειρήθηκε μια δικολαβική προσέγγιση των ποικίλων αναδυόμενων «σκανδάλων», που συνοδεύτηκε από το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέμβει γιατί η διερεύνησή τους ανήκει στην αρμοδιότητα της τρίτης εξουσίας. Αργότερα, βέβαια, οι παραβάτες της πρωθυπουργικής εντολής «σεμνά και ταπεινά» τελικά απομακρύνθηκαν από τους εκλογικούς συνδυασμούς δίχως δικαστική μέριμνα αλλά ήταν πλέον αργά. Η κεκτημένη ταχύτητα για την επικοινωνιακή διευθέτηση των προβλημάτων λειτούργησε και πάλι, αλλά εμφανώς αναποτελεσματικά και το τελικό αποτέλεσμα είναι γνωστό.
Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές του 2004 διακηρύσσοντας την επανίδρυση του κράτους, την ηθική της υπεροχή, την απόφαση της να καταπολεμήσει τη διαφθορά και εν γένει να μετουσιώσει σε πολιτική πρακτική τις επιταγές του μεσαίου χώρου. Ωστόσο, η ιδεολογικοπολιτική ένδεια που εν πολλοίς συνοδεύτηκε από δυσανεξία στην ιδεολογική ζύμωση και τον προσανατολισμό στον κυβερνητισμό μακροχρόνια υπέσκαψε τις επιδόσεις της γαλάζιας διακυβέρνησης.
Την 29η Νοεμβρίου ή έστω λίγες ημέρες αργότερα, η αξιωματική αντιπολίτευση θα έχει πλέον νέο αρχηγό. Ωστόσο, η ΝΔ δεν έχει ακόμη συζητήσει για το ιδεολογικό της στίγμα, μια και οι γενικόλογες διακηρύξεις περί των ποικιλώνυμων φιλελευθερισμών είναι αρκετά ασαφείς. Άλλωστε, η πολιτική στρατηγική του «μεσαιοχωριτισμού», αν και συντέλεσε στις δυο διαδοχικές εκλογικές επιτυχίες, απονεύρωσε ιδεολογικά την ΝΔ και στάθηκε τροχοπέδη στην εμπέδωση μιας εμβριθούς ιδεολογικής συζήτησης στους κόλπους του κόμματος. Η ΝΔ δεν φρόντισε να διαδηλώσει το πολιτικό της στίγμα παρά το γεγονός ότι ο φιλελευθερισμός μάλλον στέφθηκε νικητής της αντίστοιχης σύγκρουσης στην παγκόσμια κονίστρα των ιδεών, η εγχώρια πολιτική του έκφραση πολλές φορές δίστασε να τον διαδηλώσει ή προσπάθησε να τον καμουφλάρει με επίθετα που θα έκαναν το φιλελευθερισμό πιο εύπεπτο. Ακόμη, η συζήτηση για τα αίτια της ήττας, δεν έχει καν αρχίσει. Αντίθετα, οι παροικούντες τη ραδιοτηλεοπτική Ιερουσαλήμ συχνά αναφέρονται σε «κάποιους» που έβλαψαν την παράταξη, όμως οι τελευταίοι ατυχώς δε διαθέτουν ονοματεπώνυμο. Αντίθετα, οι συζητήσεις περί των λαθών τράπηκαν -φευ- προς μια ψυχαναλυτική ατραπό. Η προσέγγιση περί των «πληγωμένων οπαδών» είναι αποπροσανατολιστική: δεν συζητώνται τα όποια λάθη της γαλάζιας διακυβέρνησης και των προσώπων που τα διέπραξαν, απλά επιχειρείται η αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων της βάσης!
Τέλος, η ατέρμονη συζήτηση για τις διαδικασίες που κάλυψε τα νευραλγικά ζητήματα συνδράμει την απομάκρυνση της ΝΔ από την πραγματική πολιτική: το κρίσιμο διακύβευμα για τη ΝΔ δεν είναι το ποιοι θα αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου για τον αρχηγό αλλά κυρίως ποιο θα είναι το σχέδιο της ΝΔ για το αύριο της παράταξης και της χώρας. Κι αν σε μερικές ημέρες το κονκλάβιο της Ρηγίλλης αναφωνήσει «habemus papam», αυτό θα είναι μόνο η αρχή μιας ανηφορικής διαδρομής προς την επαναπροσέγγιση της εξουσίας. Η διαδρομή αυτή καλό θα ήταν πρωτίστως να συνοδευτεί από την εγκατάλειψη του οποίου αλάθητου, αλλά και την επικέντρωση της υπό ανάδειξη ηγεσίας της ΝΔ στην περίφημη βυζαντινή προσταγή: «Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν».
* Ο κ. Κουτρούκης είναι Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
Ο εκλογικός κόλαφος της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) έφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τα αίτια της συρρίκνωσης της πολιτικής επιρροής του μεγάλου αυτού κόμματος στο χαμηλότερο σημείο της μεταπολιτευτικής ιστορίας.
Ένα από τα ακανθώδη προβλήματα από την ίδρυση της ΝΔ ήταν η έλλειψη σαφούς ιδεολογικού στίγματος. Ο περίφημος ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός ήταν μάλλον αόριστος και εύπλαστος, ενώ η έννοια του καραμανλισμού, αντανακλούσε περισσότερο μια φιλοσοφία διακυβέρνησης παρά ένα ιδεολογικό σύστημα πολιτικών θέσεων. Οι ιδεολογικές ζυμώσεις ποτέ δεν βρέθηκαν στο βαρύκεντρο της εσωκομματικής ζωής της ΝΔ, καθώς ως προτεραιότητα τέθηκε η προσπέλαση της εξουσίας.
Όταν το πηδάλιο της αρχηγίας πέρασε στα χέρια του Κ. Καραμανλή του νεώτερου, η ΝΔ υιοθέτησε την περίφημη πια ιδεολογία του μεσαίου χώρου ή/και του κοινωνικού κέντρου. Ωστόσο, το εγχείρημα αυτό δεν ήταν τόσο μία ιδεολογική προσέγγιση αλλά περισσότερο μια πολιτική στρατηγική ηγεμονίας στον παραδοσιακό χώρο του κέντρου, με την επίγνωση του πολιτικού αξιώματος ότι όποιος κερδίζει τις κεντρώες ψήφους, κερδίζει και την εξουσία.
Με αυτόν τον τρόπο ο «μεσαιοχωριτισμός» αποτέλεσε το «εν τούτω νίκα» στα λάβαρα της ΝΔ και σε συνδυασμό με τα ηγετικά χαρακτηριστικά του τελευταίου αρχηγού της οδήγησε στην επανάκτηση της εξουσίας το 2004.
Όμως, παρά τις συνεχόμενες εκλογικές επιτυχίες, το ευφυές ιδεολόγημα του μεσαίου χώρου κατέληξε, στην πράξη, να σηματοδοτεί την έλλειψη πολιτικού στίγματος και –εκ των πραγμάτων- σε άλλοθι απραξίας. Αυτή την έλλειψη πολιτικής ήρθε να καλύψει η επικοινωνία. Επικοινωνισμός είναι μια στρατηγική που προτάσσει το οπτικοακουστικό ερέθισμα, θεωρώντας πως οι υστερήσεις στον τομέα της διακυβέρνησης μπορούν να αναπληρωθούν από μια άρτια οργανωμένη επικοινωνιακή παρέμβαση. Με αυτό τον τρόπο η ανάγκη τροφοδότησης του ραδιοτηλεοπτικού ρεπορτάζ επικράτησε του διόλου αμελητέου κυβερνητικού έργου, καθώς το τελευταίο δεν προσφερόταν για αντικείμενο της «παραθυρολογίας», σε σύγκριση με τις πικάντικες λεπτομέρειες των ανθρώπινων αδυναμιών ορισμένων κυβερνητικών στελεχών.
Είναι γεγονός ότι ο τομέας της επικοινωνίας ήταν το πιο αποτελεσματικό εργοτάξιο της γαλάζιας διακυβέρνησης τουλάχιστον για την πρώτη τετραετία. Ωστόσο, η κυβέρνηση Καραμανλή -μετά από ένα χρονικό σημείο- έθεσε χαμηλά τον πήχη της αποτελεσματικότητας της αρκούμενη απλώς να διαδηλώνει ότι οι επιδόσεις της ήταν καλύτερες από εκείνες των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Ακόμη, η κυβέρνηση της ΝΔ άσκησε μια ιδιότυπη αντιπολίτευση προς τη διακυβέρνηση Σημίτη, προσανατολίστηκε στην εξιστόρηση εν είδει ρεπορτάζ των «ανείπωτων προβλημάτων» που κληροδότησε η προηγούμενη διακυβέρνηση και επιχείρησε να εμφανίσει ως δικαιολογία για όλες τις κακοδαιμονίες της χώρας τη «λαίλαπα του ΠΑΣΟΚ».
Αν και αυτές οι προσεγγίσεις λειτούργησαν επιτυχώς για ένα χρονικό διάστημα, στην ύστερη αποτίμηση επέφεραν καίρια πλήγματα στην εικόνα της ΝΔ, ιδιαίτερα όταν η επικοινωνία χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά.
Το κύκνειο άσμα της επικοινωνιολαγνείας ήρθε όταν επιχειρήθηκε μια δικολαβική προσέγγιση των ποικίλων αναδυόμενων «σκανδάλων», που συνοδεύτηκε από το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέμβει γιατί η διερεύνησή τους ανήκει στην αρμοδιότητα της τρίτης εξουσίας. Αργότερα, βέβαια, οι παραβάτες της πρωθυπουργικής εντολής «σεμνά και ταπεινά» τελικά απομακρύνθηκαν από τους εκλογικούς συνδυασμούς δίχως δικαστική μέριμνα αλλά ήταν πλέον αργά. Η κεκτημένη ταχύτητα για την επικοινωνιακή διευθέτηση των προβλημάτων λειτούργησε και πάλι, αλλά εμφανώς αναποτελεσματικά και το τελικό αποτέλεσμα είναι γνωστό.
Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές του 2004 διακηρύσσοντας την επανίδρυση του κράτους, την ηθική της υπεροχή, την απόφαση της να καταπολεμήσει τη διαφθορά και εν γένει να μετουσιώσει σε πολιτική πρακτική τις επιταγές του μεσαίου χώρου. Ωστόσο, η ιδεολογικοπολιτική ένδεια που εν πολλοίς συνοδεύτηκε από δυσανεξία στην ιδεολογική ζύμωση και τον προσανατολισμό στον κυβερνητισμό μακροχρόνια υπέσκαψε τις επιδόσεις της γαλάζιας διακυβέρνησης.
Την 29η Νοεμβρίου ή έστω λίγες ημέρες αργότερα, η αξιωματική αντιπολίτευση θα έχει πλέον νέο αρχηγό. Ωστόσο, η ΝΔ δεν έχει ακόμη συζητήσει για το ιδεολογικό της στίγμα, μια και οι γενικόλογες διακηρύξεις περί των ποικιλώνυμων φιλελευθερισμών είναι αρκετά ασαφείς. Άλλωστε, η πολιτική στρατηγική του «μεσαιοχωριτισμού», αν και συντέλεσε στις δυο διαδοχικές εκλογικές επιτυχίες, απονεύρωσε ιδεολογικά την ΝΔ και στάθηκε τροχοπέδη στην εμπέδωση μιας εμβριθούς ιδεολογικής συζήτησης στους κόλπους του κόμματος. Η ΝΔ δεν φρόντισε να διαδηλώσει το πολιτικό της στίγμα παρά το γεγονός ότι ο φιλελευθερισμός μάλλον στέφθηκε νικητής της αντίστοιχης σύγκρουσης στην παγκόσμια κονίστρα των ιδεών, η εγχώρια πολιτική του έκφραση πολλές φορές δίστασε να τον διαδηλώσει ή προσπάθησε να τον καμουφλάρει με επίθετα που θα έκαναν το φιλελευθερισμό πιο εύπεπτο. Ακόμη, η συζήτηση για τα αίτια της ήττας, δεν έχει καν αρχίσει. Αντίθετα, οι παροικούντες τη ραδιοτηλεοπτική Ιερουσαλήμ συχνά αναφέρονται σε «κάποιους» που έβλαψαν την παράταξη, όμως οι τελευταίοι ατυχώς δε διαθέτουν ονοματεπώνυμο. Αντίθετα, οι συζητήσεις περί των λαθών τράπηκαν -φευ- προς μια ψυχαναλυτική ατραπό. Η προσέγγιση περί των «πληγωμένων οπαδών» είναι αποπροσανατολιστική: δεν συζητώνται τα όποια λάθη της γαλάζιας διακυβέρνησης και των προσώπων που τα διέπραξαν, απλά επιχειρείται η αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων της βάσης!
Τέλος, η ατέρμονη συζήτηση για τις διαδικασίες που κάλυψε τα νευραλγικά ζητήματα συνδράμει την απομάκρυνση της ΝΔ από την πραγματική πολιτική: το κρίσιμο διακύβευμα για τη ΝΔ δεν είναι το ποιοι θα αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου για τον αρχηγό αλλά κυρίως ποιο θα είναι το σχέδιο της ΝΔ για το αύριο της παράταξης και της χώρας. Κι αν σε μερικές ημέρες το κονκλάβιο της Ρηγίλλης αναφωνήσει «habemus papam», αυτό θα είναι μόνο η αρχή μιας ανηφορικής διαδρομής προς την επαναπροσέγγιση της εξουσίας. Η διαδρομή αυτή καλό θα ήταν πρωτίστως να συνοδευτεί από την εγκατάλειψη του οποίου αλάθητου, αλλά και την επικέντρωση της υπό ανάδειξη ηγεσίας της ΝΔ στην περίφημη βυζαντινή προσταγή: «Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν».
* Ο κ. Κουτρούκης είναι Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
2 σχόλια:
Ο Σαμαράς καραμανλικός;
Ο τέως αρχηγός της Πολιτικής Άνοιξης Αντώνης Σαμαράς εδώ και μερικές ημέρες παριστάνει τον πιστό θεματοφύλακα των αρχών του Κωνσταντίνου Καραμανλή!
Αν κάτι έμαθε από τη άγονη θητεία του στο υπουργείο Πολιτισμού είναι το θέατρο.
Όχι το καλό (με αυτό δεν ασχολήθηκε) αλλά το μελό.
Το μελόδραμά του, αυτόν τον καιρό, της διαδοχής στη ΝΔ, κάνει πολλούς, εντός και εκτός ΝΔ, να τον θαυμάζουν. Απορείτε τι θαυμάζουν από τον συγκεκριμένο πολιτικό; Θαυμάζουν το μπλε φόντο της εθνικόφρονος σκηνογραφίας που ο ίδιος φιλοτεχνεί για τον εαυτό του, θαυμάζουν ίσως και το ρεπερτόριό του. Παριστάνει τον καραμανλικό, τον πραγματικό επίγονο του Καραμανλή (του Κωνσταντίνου, όχι του Κώστα).
Μόνον αυτός, λέει, τιμά το «δάκρυ του Εθνάρχη»!
Λέει αλήθεια;
Όχι φυσικά. Το 1994, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ακόμα πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Αντώνης Σαμαράς μιλούσε για «κατάκοπες πολιτικά ηγεσίες» ενώ αποκαλούσε τις πολιτικές επιλογές του Καραμανλή «αδύναμη ή ανεπαρκή στάση».
Οι υπερπατριωτικές εμμονές του εντέλει ενόχλησαν πολύ την προεδρία που διέρρευσε στον Τύπο την έντονη ενόχλησή της. Η ενόχληση εκείνη έγινε οργή όταν ο Αντώνης Σαμαράς πλειοδότησε υπέρ της πρότασης Μιλόσεβιτς για δημιουργία «συνομοσπονδίας Νέας Γιουγκοσλαβίας-Ελλάδας-Σκοπίων». Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που φυσικά είχε τη διορατικότητα να μη θέλει να συνδέσει τη θέση της Ελλάδας με τα αποσταθεροποιημένα από τους δολοφονικούς εθνικισμούς Βαλκάνια, δεν δίστασε να βρεθεί στον αντίποδα του Αντώνη Σαμαρά, χαρακτηρίζοντας την πρόταση Μιλόσεβιτς «εξωπραγματική και επικίνδυνη».
15 χρόνια μετά, ο Αντώνης Σαμαράς επενδύει στη λήθη των γεγονότων εκείνων και διαδίδει ψευδώς ότι τιμούσε το «δάκρυ του Εθνάρχη».
Όσοι δηλαδή τον θαυμάζουν, επιδοκιμάζουν και το συστηματικό ψέμα του;
Ας μιλήσουν όμως τα γεγονότα, όπως είχαν καταγραφεί στον ημερήσιο Τύπο της εποχής:
13.4.1992: Ο Σαμαράς αποπέμπεται από υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη κατά την συνάντηση κορυφής των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τότε, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Προηγουμένως, είχε προσπαθήσει να επιβάλει στον πρόεδρο, τον πρωθυπουργό και τους πολιτικούς αρχηγούς τους περιβόητους «7 όρους» του, όρους που εξόργισαν συλλήβδην όλο το πολιτικό σύστημα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής οργισμένος θα πει στους συνεργάτες του ότι όσο θα είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Σαμαράς δεν θα διαβεί το κατώφλι του προεδρικού μεγάρου, κάτι που έγινε.
Φθινόπωρο του 1994: Το Σεπτέμβριο του 1994, ο Σαμαράς έχει συμφωνήσει με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου να στηρίξουν κοινό υποψήφιο πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως προκύπτει από τη δήλωση του Ανδρέα την 1η Οκτωβρίου 1994 ότι «δεν θα γίνουν εκλογές την άνοιξη» αφού θα εκλεγεί πρόεδρος. Ο Κων. Καραμανλής έχει ήδη εκφράσει δημοσίως την επιθυμία του να παραιτηθεί δύο μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του (η οποία κανονικά έληγε τον Μάιο του 1995), όπως και πράγματι έγινε. Ο Σαμαράς, γνωρίζοντας το γεγονός αυτό, εξαπολύει αλλεπάλληλες επιθέσεις στον Καραμανλή, την κληρονομιά του οποίου σήμερα επικαλείται. Αναλυτικά:
*15.9.1994: Επίθεση Σαμαρά στον πρόεδρο Κ. Καραμανλή και τον πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου (από τις εφημερίδες):
«Ούτε ο Καραμανλής ούτε ο Παπανδρέου μπορούν πια να προσφέρουν στον τόπο», «παρεμποδίζουν», «Η Ελλάδα πρέπει να τρέξει... κι εγώ προσωπικά δεν πιστεύω ότι μπορεί να τρέξει με πολιτικά κατάκοπες ηγεσίες». «Η Πολ.Αν. δεν δέχεται συμβιβασμό με τα Σκόπια ή οποιονδήποτε άλλο προκλητικό γείτονα».
*10.10.1994: Σαμαράς: «Να φύγει ο Καραμανλής».
*11.10.1994: Ανακοίνωση-απάντηση της Ν.Δ. στον Σαμαρά: «Ο πατριώτης έχει τουλάχιστον υποχρέωση να εκπληρώσει τις βασικές του υποχρεώσεις προς την πατρίδα, τις οποίες ο κ. Σαμαράς απέφυγε να εκπληρώσει... Πρέπει να σταματήσει επιτέλους ο κ. Σαμαράς να κάνει τον υπερπατριώτη και να θεωρεί όλους τους Έλληνες ως ενδοτικούς στα εθνικά θέματα».
*13.10.1994: Σαμαράς κατά Κ. Καραμανλή και Α. Παπανδρέου: «Είναι παράγοντες αστάθειας». «Ο πρόεδρος της “Άνοιξης” από την Καλαμάτα, όπου περιοδεύει τις δύο τελευταίες ημέρες, επιτέθηκε για τρίτη φορά εναντίον των δυο κορυφαίων θεσμικών παραγόντων, αλλά με οξύτερο τρόπο από τις προηγούμενες. Έκανε λόγο για “κατάκοπες πολιτικά ηγεσίες” που “από εγγυητές σταθερότητας έχουν εξελιχθεί σε παράγοντες ανασφάλειας και αστάθειας”». «Νέα σφοδρότατη επίθεση κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού εξαπέλυσε χθες ο πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης, από την Καλαμάτα όπου περιοδεύει. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά, εν τούτοις είναι η σφοδρότερη επίθεση που κάνει ο πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης εναντίον των δύο αυτών θεσμικών παραγόντων. Ο κ. Σαμαράς είπε ότι η καρδιά του ελληνικού προβλήματος βρίσκεται στην κρίση κορυφής που υπάρχει στη χώρα και αναφερόμενος στους κ. Καραμανλή και Παπανδρέου είπε ότι ‟από εγγυητές σταθερότητας έχουν εξελιχθεί σε παράγοντες ανασφάλειας και αστάθειας”. Δίνοντας διευκρινίσεις για την επίθεσή του αυτή και αναφερόμενος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο κ. Σαμαράς είπε ότι όταν «επί μακρόν χρόνον η ύπατη εξουσία της χώρας αφήνει να εκκρεμούν πρωτοβουλίες ή αποφάσεις που επιβάλλει ο θεσμός, δημιουργείται τότε επικίνδυνη αδράνεια και κενό και δεν υπηρετείται η σταθερότητα αλλά η αστάθεια». «Άκομψο, αγενή και πολιτικά προπετή» χαρακτήρισε ο Ευ. Βενιζέλος τον τρόπο με τον οποίο ο κ. Σαμαράς αναφέρθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στις αντιδράσεις προστέθηκε και αυτή της Ν.Δ., που αφού κατηγόρησε τον Α. Σαμαρά ότι «αργά ανακάλυψε ότι ο κ. Παπανδρέου είναι κατάκοπος», αναρωτήθηκε αν αυτό δεν το γνώριζε όταν πέρυσι έριξε την κυβέρνηση της Ν.Δ. («Ελευθεροτυπία», 14.10.1994).
*14.10.1994: Νέα επίθεση Σαμαρά κατά Κ. Καραμανλή: «Στην επίθεσή του κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού επέμεινε και χθες ο Αν. Σαμαράς και απαντώντας σε κυβέρνηση και Ν.Δ., που τον κατηγόρησαν για τις προχθεσινές δηλώσεις του, δήλωσε: «Όταν εκκρεμούν εκρηκτικά θέματα που η τελική τους εξέλιξη θα σφραγίσει την τύχη της Ελλάδας και του Ελληνισμού, ουδείς έχει το δικαίωμα –όποιος και αν είναι αυτός– να προτάσσει τους τύπους ή το πρωτόκολλο για να καλύψει την αδύναμη ή την ανεπαρκή στάση του». Ο πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης πρόσθεσε ότι «υπέρτερο αγαθό και από τις λεγόμενες “ιστορικές ηγεσίες”, είναι και θα είναι η ασυμβίβαστη υπεράσπιση του μέλλοντος του τόπου» («Ελευθεροτυπία», 15.10.1994).
*16.11.1994: «Σαμαράς πάλι κατά Καραμανλή»: «Σε νέα επίθεση κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας προχώρησε ο πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης Α. Σαμαράς. Σε συνέντευξή του, στο “Μέγκα”, είπε ότι δεν μπορεί ο Κ. Καραμανλής να λέει ρητά του τύπου “ο κόσμος χάνεται και εμείς τραγουδάμε”, όταν δεν έχει αποπέμψει κανένα νομοσχέδιο... ή δεν έχει ακόμη προκαλέσει πανεθνική διάσκεψη για το Κυπριακό...» («Ελευθεροτυπία», 13.11.1994).
*4.12.1994: Αποχαιρετιστήρια δεξίωση του Κ. Καραμανλή στο προεδρικό μέγαρο. Από τα ρεπορτάζ της επομένης: «Απ’ όλους, πάντως, συζητήθηκε η απουσία από τη δεξίωση του Αντώνη Σαμαρά. ... Κύκλοι του Προέδρου δεν δυσκολεύτηκαν να μας πουν πως ο κ. Καραμανλής “δεν είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος από τις πρόσφατες επιθέσεις του κ. Σαμαρά εναντίον του”».
*20.12.1994: Σε επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα ο Μιλόσεβιτς υποβάλει την πρόταση της «συνομοσπονδίας Νέας Γιουγκοσλαβίας-Ελλάδας-Σκοπίων». Ο Σαμαράς την χαρακτήρισε «άκρως ενδιαφέρουσα θέση», ενώ ο πρόεδρος Κ. Καραμανλής «για πρώτη φορά ως πρόεδρος» έκανε, όπως σημειώνει ο Τύπος, μια «ασυνήθη παρέμβαση», χαρακτηρίζοντάς την «εξωπραγματική και επικίνδυνη».
*3.1.1995: Ο Σαμαράς σε συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία» στην ερώτηση: «Έχετε αφήσει κατά μέρος τις οξύτατες επιθέσεις κατά των κ.κ. Καραμανλή και Παπανδρέου και τις αναφορές σε “πολιτικά κατάκοπες ηγεσίες” και έχετε στραφεί σε άλλα θέματα», απαντά: «Απορώ πού και πώς κρίνετε ότι υπάρχει αλλαγή στη στάση μας».
Δημοσίευση σχολίου