Του Γιώργου Σαρρή
Ακούσαμε ξανά και ξανά αυτή τη βδομάδα για το παράξενο αυτό "Νόμπελ Ειρήνης" στον Ομπάμα.Και ξεχάσαμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας που πήρε τέτοιες μέρες ο Οδυσσέας Ελυτης και η Ελληνική ποίηση, ακριβώς 30 χρόνια πριν. Κι όταν πρόκειται για τον Ελύτη καλύτερα να αφήνεις τον ίδιο να μιλά.Ηταν λοιπόν το πρωί 10 Δεκεμβρίου του 1979...
"...Αλλ' ανάμεσα σ'αυτά μου φαίνεται πως ακούω μια ψιλή γυναικεία φωνή να τραγουδά... Τεντώνω τ' αυτί μου κι ολοένα την ακούω πιο καθαρά, σαν να πλησιάζει...Ακουμπώ τώρα πάνω σε χοντρά πουπουλένια μαξιλάρια και φοράω πυτζάμες μεταξωτές.Ο σκοπός εξακολουθεί ν' ακούγεται πιο κρυστάλλινος, πιο καθαρός.Ανάβω κι ένα δεύτερο φως.Το αμπαζούρ αυτό μοιάζει με παραμυθένιο ζώο.Γενικά το δωμάτιο αυτό με τις πολύχρωμες κουρτίνες, τα περίτεχνα τραπεζάκια τα παχιά χαλιά, δείχνει μάλλον γυναικείο.Καλά λένε ότι σ' αυτήν τη σουίτα ζούσε κάποτε η Ίνγκριντ Μπέργκμαν.Κάνω να σηκωθώ για να φορέσω τη ρόμπα μου, αλλά δεν προφταίνω.Βλέπω το πόμολο της πόρτας να γυρίζει, κι ύστερα δια μιας, ολόκληρο το ένα φύλλο να στηλώνεται διάπλατα.Στο άνοιγμα εμφανίζεται μια ωραία, ψηλή, κατάξανθη κοπέλα, με μακρύ λευκό φόρεμα σαν νυχτικό. Φοράει στο κεφάλι της ένα χρυσό στεφάνι, με φυτεμένα πάνω του τρία κεριά που ανάβουν, και κρατάει με προσοχή στα χέρια της ένα δίσκο με το σερβίτσιο του καφέ.Πίσω της, άλλες κοπέλες, πιο μικρές, δεκαπέντε δεκάξι χρονών, όλες στα λευκά και με κερί στο χέρι, λικνίζονται και τραγουδούν,ενώ τώρα η κορυφαία με αργές κινήσεις απιθώνει το δίσκο με τα σύνεργα του καφέ σ'ένα τραπεζάκι, που το τοποθετεί δίπλα μου, και ύστερα σερβίρει τον καφέ σαν κούκλα, με αυτόματες κινησεις και χωρίς ν'αλλάξει έκφραση.Ξαναπαίρνει τη θέση της επικεφαλής του χορού των άλλων,και σιγά σιγά υποχωρεί, με τα ίδια μικρά ρυθμικά βήματα, ώσπου τελικά χάνονται όλες στον σκοτεινό διάδρομο.Η πόρτα κλείνει μόνη της όπως άνοιξε.Για κάμποση ώρα μένω ασάλευτος πάνω στα μαξιλάρια μου, ύστερα πίνω δυό τρεις ρουφηξιές καφέ κι ανάβω τσιγάρο."
Νά' γινε ακριβώς έτσι;Κάπως έτσι; Η απλά έτσι θέλησε να το κρατήσει μέσα του ο Ο.Ελύτης;
Όπως και νά εχει ειναι απλά ένα υπέροχο κομμάτι απο το "Χρόνος δεσμώτης και χρόνος λυόμενος", όπου ο ποιητής , "ρίχνοντας λίγο διαλυτικό στο άθροισμα των ημερών του" προβάλει σκόρπιες στιγμές της ζωής του, παραβαίνοντας τη γραμμικότητα του χρόνου που προτείνει ο "αόρατος σκηνοθέτης", βάζοντας με τρόπο απλό, ποιητικό, προτεραιότητες καρδιάς και ψυχής.
Ακούσαμε ξανά και ξανά αυτή τη βδομάδα για το παράξενο αυτό "Νόμπελ Ειρήνης" στον Ομπάμα.Και ξεχάσαμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας που πήρε τέτοιες μέρες ο Οδυσσέας Ελυτης και η Ελληνική ποίηση, ακριβώς 30 χρόνια πριν. Κι όταν πρόκειται για τον Ελύτη καλύτερα να αφήνεις τον ίδιο να μιλά.Ηταν λοιπόν το πρωί 10 Δεκεμβρίου του 1979...
"...Αλλ' ανάμεσα σ'αυτά μου φαίνεται πως ακούω μια ψιλή γυναικεία φωνή να τραγουδά... Τεντώνω τ' αυτί μου κι ολοένα την ακούω πιο καθαρά, σαν να πλησιάζει...Ακουμπώ τώρα πάνω σε χοντρά πουπουλένια μαξιλάρια και φοράω πυτζάμες μεταξωτές.Ο σκοπός εξακολουθεί ν' ακούγεται πιο κρυστάλλινος, πιο καθαρός.Ανάβω κι ένα δεύτερο φως.Το αμπαζούρ αυτό μοιάζει με παραμυθένιο ζώο.Γενικά το δωμάτιο αυτό με τις πολύχρωμες κουρτίνες, τα περίτεχνα τραπεζάκια τα παχιά χαλιά, δείχνει μάλλον γυναικείο.Καλά λένε ότι σ' αυτήν τη σουίτα ζούσε κάποτε η Ίνγκριντ Μπέργκμαν.Κάνω να σηκωθώ για να φορέσω τη ρόμπα μου, αλλά δεν προφταίνω.Βλέπω το πόμολο της πόρτας να γυρίζει, κι ύστερα δια μιας, ολόκληρο το ένα φύλλο να στηλώνεται διάπλατα.Στο άνοιγμα εμφανίζεται μια ωραία, ψηλή, κατάξανθη κοπέλα, με μακρύ λευκό φόρεμα σαν νυχτικό. Φοράει στο κεφάλι της ένα χρυσό στεφάνι, με φυτεμένα πάνω του τρία κεριά που ανάβουν, και κρατάει με προσοχή στα χέρια της ένα δίσκο με το σερβίτσιο του καφέ.Πίσω της, άλλες κοπέλες, πιο μικρές, δεκαπέντε δεκάξι χρονών, όλες στα λευκά και με κερί στο χέρι, λικνίζονται και τραγουδούν,ενώ τώρα η κορυφαία με αργές κινήσεις απιθώνει το δίσκο με τα σύνεργα του καφέ σ'ένα τραπεζάκι, που το τοποθετεί δίπλα μου, και ύστερα σερβίρει τον καφέ σαν κούκλα, με αυτόματες κινησεις και χωρίς ν'αλλάξει έκφραση.Ξαναπαίρνει τη θέση της επικεφαλής του χορού των άλλων,και σιγά σιγά υποχωρεί, με τα ίδια μικρά ρυθμικά βήματα, ώσπου τελικά χάνονται όλες στον σκοτεινό διάδρομο.Η πόρτα κλείνει μόνη της όπως άνοιξε.Για κάμποση ώρα μένω ασάλευτος πάνω στα μαξιλάρια μου, ύστερα πίνω δυό τρεις ρουφηξιές καφέ κι ανάβω τσιγάρο."
Νά' γινε ακριβώς έτσι;Κάπως έτσι; Η απλά έτσι θέλησε να το κρατήσει μέσα του ο Ο.Ελύτης;
Όπως και νά εχει ειναι απλά ένα υπέροχο κομμάτι απο το "Χρόνος δεσμώτης και χρόνος λυόμενος", όπου ο ποιητής , "ρίχνοντας λίγο διαλυτικό στο άθροισμα των ημερών του" προβάλει σκόρπιες στιγμές της ζωής του, παραβαίνοντας τη γραμμικότητα του χρόνου που προτείνει ο "αόρατος σκηνοθέτης", βάζοντας με τρόπο απλό, ποιητικό, προτεραιότητες καρδιάς και ψυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου