Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Δεν υπάρχει συζήτηση μεταξύ αριστερών - και όχι μόνον - αυτό τον καιρό με θέμα την ελληνική κρίση, που να μην καταλήγει στο ότι αιτία του φαινομένου είναι ο καπιταλισμός. Eίναι γνωστό άλλωστε από παλαιότερα στην Ελλάδα, πως ότι κι αν συμβεί, ότι και να πάθουμε ή οι γκόμενες θα φταίνε, ή ο καπιταλισμός. Ασφαλώς, αν το εξετάσεις από την πλευρά της ψυχανάλυσης ή της πολιτικής οικονομίας, έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα.
Αν όμως αποφασίσεις να ψυχαναλύσεις την πολιτική οικονομία, τότε μάλλον καταλήγεις στο ότι όλα όσα λέγονται και σχολιάζονται από την πλευρά της καθ’ ημάς ευρύτερης αριστεράς, δεν έχουν άμεση σχέση με την πολιτική διάσταση του καπιταλισμού στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αλλά μάλλον με το γκομενιλίκι τόσο αυτών που έχουν ως αφετηρία την εξυπηρέτηση του κεφαλαίου, όσο και κείνων που υπερασπίζονται τον παράγοντα «εργασία» στην βάση των παραγωγικών σχέσεων. Το γκομενιλίκι σε αυτήν την προσέγγιση ισοδυναμεί με την εξουσιαστική εμπλοκή ή τις εξουσιαστικές αναφορές αυτών που συμμετέχουν στην συζήτηση.
Στο γκομενιλίκι, με άλλα λόγια, επιδίδονται κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα για να αντλήσουν....
πελατεία και να θεμελιώσουν πολιτική νομιμοποίηση, ασκώντας κριτική στον καπιταλισμό. Αυτό το κάνουν σήμερα οι πάντες, από την ακροδεξιά ως την ακροαριστερά. Πώς να το κάνουμε, η κριτική στον καπιταλισμό αποτελεί στις μέρες μας τον βασικό μηχανισμό για την διαμόρφωση όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών ταυτοτήτων.
Για την αριστερά αυτό αποτελεί ένα παραδοσιακό στοιχείο που χαρακτηρίζει στο σύνολό της την πορεία της την εποχή της νεωτερικότητας. Ήταν κι ακόμα είναι η περίοδος που οι πολιτικοί φορείς της αριστεράς, συνδεδεμένοι κυρίως με τον «εργασιασμό», επεδίωξαν / επιδιώκουν την αυτονομία και αυτοδιάθεση του υποκειμένου που ορίζει την ταυτότητά του μέσω της σχέσης με αυτόν που κατέχει τα μέσα παραγωγής ή τα διευθύνει, αλλά και της καθυπόταξης ή αποκλεισμού της ετερότητας στον βαθμό που αυτή αμφισβητεί την καθοδηγητική ταυτότητα και την ιδεολογική αυθεντία των αριστερών κομμάτων. Σε κάθε περίπτωση, στην εποχή, που αυτήν την περίοδο δύει, ο αυτο-προσδιορισμός συνεπάγεται τον προσδιορισμό και τον έλεγχο του ετέρου. Έτσι σκέφτονται οι καπιταλιστές, έτσι και οι μαρξιστές. Μόνον ο «έτερος» διαφέρει στις προσεγγίσεις τους. Αυτή, λοιπόν, η εποχή της νεωτερικότητας, είναι η εποχή της πολιτικής οικονομίας, η οποία με ένα ντετερμινιστικό τρόπο επιχειρεί να ερμηνεύσει σχέσεις και κοινωνικές ταυτότητες.
Σήμερα βέβαια η ζωή σε κάμποσα μέρη του κόσμου έχει περάσει σε άλλο στάδιο, αλλά αυτό δεν βλέπω να απασχολεί την παραδοσιακή αριστερά. Τώρα πλέον η νεωτερικότητα, που έχει μπει στην φάση της high-modernity, σύμφωνα με τον Άντονι Γκίντενς, αγγίζει τα όρια της απροκάλυπτης κοινωνικής βίας, δείχνοντας την τάση να ξεπεραστεί ως ιστορικό φαινόμενο. Πάντοτε, όταν βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής, καθώς οι πακτωμένες εξουσιαστικές σχέσεις αδυνατούν να αναπαραχθούν με ιδεολογικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς όρους, η βία θεριεύει. Η βαρβαρότητα της νεωτερικότητας, που ενισχύθηκε αντί να υπονομευθεί από το σοσιαλιστικό εγχείρημα κυρίως στην Ευρώπη και την Ευρασία, μετά τον πόλεμο, σήμερα λαμβάνει την πλέον εκχυδαϊσμένη μορφή σε περιοχές του κόσμου, όπου η ανάπτυξη του καπιταλισμού συνδέθηκε με την εξάρτηση του εθνικού κράτους από τους εκάστοτε (γεωοικονομικά και γεωπολιτικά) κυριάρχους και την εξάρτηση της ντόπιας κοινωνίας από πελατειακούς μηχανισμούς, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα. Πρόκειται για κρίση ηγεμονίας η οποία, στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας, ερμηνεύεται στενά ως κρίση του καπιταλισμού. Είναι όμως ποιοτικά κάτι διαφορετικό.
Αν για μια στιγμή αφήσουμε στην πάντα το …γκομενιλίκι, θα συμφωνούσαμε ίσως ότι το πλέον κρίσιμο σήμερα για την Ελλάδα είναι η πολιτική βία που ασκείται στην κοινωνία από μία κυβέρνηση η οποία, αφού υφάρπαξε την ψήφο των πολιτών, επαγγελλόμενη μάλιστα την προστασία του λαού από την βαρβαρότητα των αγορών, σήμερα καταλήγει, προπαγανδίζοντας την αναγκαιότητα που προκύπτει από αυτήν ακριβώς την βαρβαρότητα, να ασκεί βία, ξεχαρβαλώνοντας το υφιστάμενο κοινωνικό μοντέλο, δίχως μάλιστα να προτείνει ρητά κανένα άλλο. Σε αυτό δεν φταίει ακριβώς ο καπιταλισμός - τον οποίο φυσικά δεν έχω κανένα λόγο να υπερασπιστώ και φροντίστε να μην με παρεξηγήσετε – αλλά η ντόπια εξουσία και η μορφή του διαπλεκόμενου πολιτικού μας συστήματος.
Η κυβέρνηση, δηλαδή σήμερα πράττει κάτι μοναδικό και απολύτως «ύπουλο». Καταργεί το υφιστάμενο welfare system, που είναι μορφή του Southern European Welfare Μodel, εισαγάγοντας νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις, δίχως μάλιστα ειρμό και συνοχή, για να καταλήξει σε κάτι που ούτε η ίδια γνωρίζει τι είναι. Αυτό, αγαπητοί φίλοι, αποτελεί τον απόλυτο παραλογισμό. Συστήνεται ένα νέο welfare system σύμφωνα με το Μνημόνιο και κανείς απολύτως δεν ασχολείται με την μορφή αυτού του συστήματος. Ακόμα και αυτοί που το υπερασπίζονται υπόσχονται ότι θα το αλλάξουν, όταν οι όροι του Μνημονίου πάψουν να είναι αναγκαίοι. Ζήτω η τρέλα!
Όλα αυτά, βέβαια, αποσκοπούν στο να διασκεδάσουν στοιχειωδώς την βαρβαρότητα της κυβέρνησης και των συμμάχων της, που με βία καταλύει την ιστορική εξέλιξη του καθεστώτος ευημερίας στην χώρα. Η αριστερά ανθίσταται σε αυτήν την μορφή της βίας, αντιδρώντας στην κατάλυση δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων. Όμως στην προσπάθειά της αυτή εμφανίζεται ως συντηρητική δύναμη. Για να ξεπεράσει τον «συντηρητισμό» της αυτόν γενικεύει την κριτική της, εστιάζοντας στην παθογένεια του καπιταλισμού. Κι έτσι «διαστρέφεται» το διακύβευμα!
Το πρόβλημα στην σημερινή Ελλάδα δεν είναι ο καπιταλισμός, αλλά η βίαιη κατάλυση του υπάρχοντος κοινωνικού μοντέλου, δίχως μάλιστα να προτείνεται από αυτούς που το καταργούν, τίποτε άλλο. Το πρόβλημα επίσης είναι η πολιτική απάτη την οποία με απόλυτη χυδαιότητα επιζητεί να νομιμοποιήσει η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Πώς είναι δυνατόν η αριστερά με πολιτικούς όρους να αντιμετωπίσει μία θεσμική εκτροπή δίχως πολιτικό έρμα; Οι δυνατότητές της, έτσι όπως πορεύεται είναι δύο: Ή να αναλωθεί στην επιμέρους κριτική και αντίδραση στα «μέτρα», ή να καταστεί πολιτικά αναποτελεσματική γενικεύοντας και ασκώντας κριτική στον καπιταλισμό. Είναι προφανές ότι στην πρώτη περίπτωση θα κατηγορηθεί για συντηρητισμό, ενώ στην δεύτερη για ανεδαφικότητα.
Αν επιθυμούν η κεντροαριστερά και η αριστερά να εκπληρώσουν σήμερα τον ρόλο τους - έστω και στενά με την αντιπολιτευτική έννοια - θα πρέπει να καταλήξουν από κοινού σε ένα (μικτό ασφαλώς) welfare system το οποίο θα προτείνουν ως εναλλακτική λύση στην κοινωνία, στην θέση του αχταρμά που δημιουργεί η κυβέρνηση. Είναι προφανές ότι αυτό δεν μπορεί να το κάνει ένα ή δύο κόμματα μαζί. Χρειάζεται ένα μπλοκ ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, που δεν θα αποκλείει κανέναν - ούτε πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι ή δεξιοί - ώστε να συντάξει αυτό το «σύστημα» και να το παρουσιάσει στον ελληνικό λαό, ζητώντας την έγκρισή του για να κυβερνηθεί ο τόπος με άξονα αυτό. Αν θεωρείτε την άποψη αυτή ρομαντική, υπερβατική ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, τότε λυπάμαι που θα το πω, οι προοδευτικοί άνθρωποι στην Ελλάδα μάλλον είναι εγκλωβισμένοι σε προοδευτικές αναπαραστάσεις της ιστορίας. Έτσι, όμως, η πολιτική στην χώρα μας μεταβάλλεται σε μια ατελείωτη φάρσα!
Ας μην κοροϊδευόμαστε, το υπάρχον και ενταφιαζόμενο από το ΠΑΣΟΚ, κοινωνικό μοντέλο, όχι μόνον δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά ακόμη χειρότερα, αναπαράγει την πελατειακή δομή και λειτουργία του κράτους και ολόκληρης της κοινωνίας. Οι προοδευτικοί πολίτες δεν μπορεί να εθελοτυφλούμε, ούτε μπορεί να συζητάμε ζητήματα πολιτικής πρακτικής, οραματιζόμενοι την κατάρρευση του καπιταλισμού. Ας πάψουμε να συγχέουμε την φιλοσοφία και την ιδεολογία με την πολιτική πρακτική που εκτυλίσσεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Δίχως τα πρώτα, πολιτική δεν γίνεται, αλλά αποκλειστικά με αυτά η πολιτική λαμβάνει την μορφή ιδεαλισμού, ακόμη κι αν στηρίζεται σε αναπαραστάσεις του υλισμού. Είναι και αυτό στοιχείο της …ίδιας ιστορικής φάρσας.
Ακτιβιστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου