γραφει ο αρισταρχος
Δεν υπάρχουν αισθήματα, μόνο ένα κενό και μια άβυσσος. Σκύβω κι αφουγκράζομαι πάνω στην γραμμή όπως τότε για ν’ ακούσω αν το τρένο έρχεται κι ακούω τις φωνές του σιδήρου, τους άγριους τριγμούς και το αμόνι που την σφυρηλάτησε. Αλλά τρένο δεν ακούγεται να την πατά. Σταμάτησαν πια νάρχονται τα τρένα εδώ. Όλα χάνονται μέσα σ’ ένα περίεργο και ξεφτισμένο παρελθόν με μουντζούρες αντί για πρόσωπα και αχνά χέρια που κουνούν ένα άσπρο μαντήλι. ‘Ένα αντίο στην αθωότητα στην προδοσία. Μια εικόνα ξεθωριασμένη χωρίς την δύναμη ενός ρετούς να την επαναφέρει. Μόνο δάκρυα αγνά και καθαρά. Δάκρυα πόνου για τον ζωντανό τον χωρισμό. ΄Ύστερα μια μηχανή κι ένα μούγκρισμα, μια μάχη με την αδράνεια και σαν αγέρωχο θεριό ξεφυσώντας καπνούς κι ατμούς να ορμάει για το μπροστά το άγνωστο, σέρνοντας πίσω της τα βαγόνια με του κόσμου τις ψυχές. Μια γομολάστιχα για να σβήσει αυτά που σιγόκαιγαν τα σωθικά της.
Έμειναν πίσω τα παιδικά και άδολα χρόνια υποθήκη σ’ ένα αβέβαιο μέλλον. Και ύστερα τα πράγματα δεν θα ήταν ποτέ όπως πρώτα. Κάποια γράμματα κι αφιερώσεις με τραγούδια του πόνου και της ξενιτιάς για να σκάβει ποιο βαθιά το συναίσθημα, την πεθυμιά και τον νόστο. Και το αύριο ερχόταν πιστό στο ραντεβού του κάθε μέρα. Και έβαζε ένα λιθαράκι πάνω στον αδυσώπητο χρόνο διαβρώνοντας την νιότη απαλύνοντας και ξεφτίζοντας της καρδιάς τους άγριους χτύπους.
Πως τ’ άντεξε και δεν πήδηξε από ψηλά να δώσει τέλος στο βάσανο που την ταλαιπωρούσε ασταμάτητα. Στην προδοσία της καρδιάς για το συμφέρον και μόνο. Ένιωθε τα στήθια της να ξεσκίζονται και τα ωραιότερα δέκα χρόνια της νιότης της τινάχτηκαν στον αέρα, έγιναν κοφεντί και χάθηκαν με τα νερά της βροχής. Έμεινε παντέρημη μέσα στην μέση μιας άδειας πλατείας αναπλάθοντας σαν ηχώ τα τελευταία του λόγια. “Μέχρι εδώ ήταν. Παντρεύομαι, θα σε θυμάμαι πάντα” Και ύστερα την άφησε μόνη της διαγράφοντας ανέξοδα νεανικά βελούδινα όνειρα γεμάτα ρομαντισμό, ευτυχία και ζωή .
Έμεινε εκεί στην μέση της πλατείας κάτω από το ψιλόβροχο όρθια, ακίνητη. Ένας κόσμος της που επί μία και πλέον ώρα γκρεμίζονταν στο γκρίζο και αναπλάθονταν σε χρώματα. Ύστερα καίγονταν στην φωτιά και μαύριζε. Αλλά η δύναμη της ψυχής της δεν τ’ άφηνε, το ξανάστηνε μαζί με την ελπίδα. Μια μάχη που την έκανε ράκος αλλά η απόφαση είχε παρθεί εκεί. Αντί να πηδήξει από ψηλά για να τα τερματίσει όλα θα πηδούσε μακριά για να παλέψει. Πολύ μακριά, στον αντίποδα της μιζέριας της γιατί απλά δεν ήθελε να είναι μίζερη.
Την συνόδευα στην τελευταία της κατοικία και περνούσαν από μπροστά μου οι εικόνες της ζωής της. Όμορφες, σκληρές, ανελέητες. Ακόμη κι αυτή η μητρότητα της αρνήθηκε την χαρά. Και η μετάλλαξη στην μακρινή χώρα δεν είχε τίποτα καλό παρά μόνο μια λέξη για την νεανική της καρδιά. Λήθη. Τίποτε άλλο.
Την μόνη φορά που την είδα να δακρύζει λυγισμένη ήταν τότε που μ’ αγκάλιασε και σφίχτηκε πάνω μου για να ψιθυρίσει. “Εσείς, μόνο. Εσείς ήσασταν η χαρά μου”
Δέκα χρόνια μακριά στου Θεού την αγκαλιά. Θεία μου, έγινες μέρος στις καλές μου αναμνήσεις. Ας είναι γλυκιά κι ευωδιαστή η αναπνοή του Θεού που αναπαύεσαι.
ΥΓ. Αφιερωμένο στην μνήμη της Θείας μου, της Ελένης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου